«Μάθημα» αφιερωμένο στην πολιτειακή και πολιτική ηγεσία

Στήν ἐποχή μας παρατηρεῖται μιά διαρκής ὑποβάθμιση τῆς Ἐκκλησίας ἀπό ἀνθρώπους πού ἔχουν ἀνατραφῆ ἀπό τά ρεύματα τοῦ δυτικοῦ διαφωτισμοῦ, τοῦ γερμανικοῦ ἰδεαλισμοῦ, τοῦ ὑπαρξισμοῦ, τῆς μετανεωτερικότητας καί τῆς «κουλτούρας τῆς ἀφύπνισης» πού ἐκφράσθηκαν καί ἐκφράζονται στόν δυτικό χῶρο. Καί αὐτό τό κάνουν μέ τό σύνθημα «ἀνήκουμε στήν Δύση».

Ξεχνοῦν, ὅμως, ὅτι ἡ ὀρθόδοξη πατερική παράδοση ἔδωσε ἐπικαιρότητα στὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ φιλοσοφία, ὅπως δὲν τὸ ἔκανε ὁ δυτικὸς σχολαστικισμὸς, ἡ νεωτερικότητα καὶ ἡ μετανεωτερικότητα, οἱ ὁποῖες προσέλαβαν τμήματα της ἀρχαίας ἑλληνικῆς παράδοσης. Μάλιστα, ὅπως ὑποστήριξα σέ πρόσφατο κείμενό μου «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προηγήθηκε τοῦ νέου Ἑλληνικοῦ Κράτους καί κάτι περισσότερο “βαπτίσθηκε” στήν ὀρθόδοξη θεολογία καί ζωή καί δέν μπορεῖ νά “ξεβαπτισθῆ”, ἀφοῦ ἡ Ὀρθόδοξη διδασκαλία ἐκφράσθηκε μέσα ἀπό τούς ὅρους τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἡ ἑλληνική κοινωνία διαφέρει ἀπό τίς ἄλλες δυτικές κοινωνίες στίς ὁποῖες ὑπάρχουν ἄλλες θρησκευτικές καί χριστιανικές παραδόσεις».

Βεβαίως, ἀπό πλευρᾶς γεωπολιτικῶν συμμαχιῶν «ἀνήκουμε στήν Δύση», ἀλλά ἀπό πλευρᾶς παραδόσεων ἔχουμε μιά ἀνωτερότητα ἀπό αὐτά πού παρουσιάσθηκαν καί ἀναπτύχθηκαν στήν Δύση, τά ὁποῖα προκάλεσαν φιλοσοφικές, κοινωνικές καί πολιτιστικές ἀναστατώσεις. Ἑπομένως, γιά μᾶς ἰσχύει ἡ ἀπάντηση πού ἔδωσε ὁ ἅγιος Σάββας Ἀρχιεπίσκοπος Σέρβων (1175-1236) στό ἐρώτημα ποιά εἶναι ἡ ταυτότητά του. Εἶπε ὅτι εἴμαστε ἡ Δύση τῆς Ἀνατολῆς καί ἡ Ἀνατολή τῆς Δύσης. Αὐτή ἡ ἀπάντηση ἰσχύει καί γιά μᾶς.

Ἡ Εὐρώπη πέρασε ἀπό Σχολαστικισμό (11ο – 13ο αἰῶνα), Νομιναλισμό (14ο αἰώνα), Ἀναγέννηση (15ο αἰώνα), Μεταρρύθμιση (16ο αἰῶνα), Διαφωτισμό (17ο – 18ο αἰῶνα), Ρομαντισμό (τέλη 18ου – μέσα 19ου αἰῶνα), Ὑπαρξισμό (19ο καί 20ό αἰῶνα), Μετανεωτερικότητα (20ό αἰῶνα) καί ἄλλα ρεύματα, πού τό καθένα ἀπό αὐτά ἐπηρεάσθηκε ἀπό τήν μεταφυσική φιλοσοφία, τήν προσωκρατική φιλοσοφία, τήν στωική καί ἐπικούρεια φιλοσοφία, τόν νεοπλατωνισμό, μέ διάφορες κοινωνικές ἐπαναστάσεις κλπ.

Ἀντίθετα, ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράσθηκε στόν τόπο πού βρισκόμαστε, εἶχε μιά διαρκῆ σταθερότητα καί ὑπευθυνότητα, γιατί βίωνε τόν λεγόμενο «ἐκχριστιανισμό τοῦ ἑλληνισμοῦ».

Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν ἔχουμε νά ζηλεύσουμε σέ τίποτα τόν δυτικό πολιτισμό, ἐκτός ἀπό τήν τεχνολογική πρόοδο, ἀλλά καί αὐτή ἡ πρόοδος ἔχει ἀνάγκη τῆς Τεχνοηθικῆς. Γι’ αὐτό δέν πρέπει νά συμπεριφερόμαστε «ὡς φτωχοί συγγενεῖς» τῶν Δυτικῶν καί νά ἐνθουσιαζόμαστε ἀπό τήν ὁποιαδήποτε «ὑποκουλτούρα» πού ἀνθεῖ στήν Δύση.

Σέ ὅλη αὐτήν τήν διαχρονική παράδοση τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἡ Ἐκκλησία, μέ τούς Πατέρες της, ἔπαιξε σημαντικό ρόλο, γι’ αὐτό καί εἶναι ἡ καρδιά τοῦ Ἔθνους μας. Μέ αὐτήν τήν παράδοση μποροῦμε νά ἀναδειχθοῦμε στήν Δύση, ἡ ὁποία Δύση εἶναι κουρασμένη ἀπό τήν σύγκρουση μεταξύ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ καί Προτεσταντισμοῦ καί μέ τίς ἀντιπαραθέσεις μεταξύ τῶν διαφόρων νέων φιλοσοφικῶν ἰδεολογιῶν. Ἔχουμε κάτι νά προσφέρουμε στήν Δύση πού τό ἀγνοοῦν οἱ πολιτικοί μας, οἱ ὁποῖοι λόγῳ αὐτῆς τῆς ἄγνοιάς τους, μαγεύονται ἀπό τά «λαμπόνια» τοῦ ἀθεϊσμοῦ, τοῦ ἀγνωστικισμοῦ, τοῦ ντεϊσμοῦ κλπ. πού ἐπικράτησαν στόν δυτικό χῶρο.

Ἀκριβῶς, γι’ αὐτόν τόν λόγο θά κάνω ἕνα μικρό «μάθημα» (ζητῶ τήν κατανόηση) σέ ὅσους ἐνδιαφέρονται καί τό ἀφιερώνω στήν πολιτειακή καί τήν πολιτική ἐξουσία τοῦ τόπου μας. Μακάρι νά τό διαβάσουν γιά νά μή πανηγυρίζουν γιά ψεύτικα «λαμπόνια».

Διαβᾶστε τὸ κείμενο ΠΑΡΑΚΑΤΩ

Ἡ ταυτότητα τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου Ὁ ἄνθρωπος χωρίς ταυτότητα εἶναι ἀπροσδιόριστος, ἀφοῦ ἡ ταυτότητα εἶναι αὐτή πού τόν προσδιορίζει. Καί δέν ἐννοῶ τήν ἀστυνομική ταυτότητα, ἀλλά τήν παράδοση πού τόν διακρίνει ἀπό τούς ἄλλους λαούς.

Εἶναι γεγονός ὅτι ζοῦμε σέ μιά πολυπολιτισμική κοινωνία πού δηλώνει τήν «συμβίωση καί τήν συνύπαρξη κοινοτήτων μέ διαφορετικούς πολιτισμούς καί πολιτισμικές παραδόσεις». Παλαιότερα οἱ ἄνθρωποι ἀνήκαν σέ «ἀμιγεῖς πολιτισμικές κοινωνίες», ἐνῶ στίς ἡμέρες μας ὑπάρχουν οἱ λεγόμενες «πολυπολιτισμικές κοινωνίες». Ἀπό τήν μελέτη τῆς ἱστορίας γνωρίζουμε ὅτι ἡ συνάντηση μεταξύ τῶν διαφόρων πολιτισμῶν δημιουργεῖ διάφορες καταστάσεις, ὅπως τήν συνύπαρξη ποικίλων πολιτισμῶν γιά ἕνα χρονικό διάστημα, ἔπειτα τήν ἐπίδραση καί κυριαρχία ἑνός πολιτισμοῦ ἐπάνω σέ ἄλλον πολιτισμό καί τέλος τήν ἀφομοίωση ἑνός πολιτισμοῦ ἀπό κάποιον ἄλλον πολιτισμό. Ἔτσι, παρατηροῦνται μερικές μεταβολές, ἤτοι «ἡ πολιτισμική πρόσκτηση, ἡ ἐνσωμάτωση ξένων στοιχείων, ἡ σύνθεση», «ἡ ἀφομοίωση, ἤτοι ἡ ἐξαφάνιση τῆς κουλτούρας καταγωγῆς» καί «ὁ ἀπο-εκπολιτισμός», δηλαδή ἡ ἀποσάρθρωση τοῦ κεντρικοῦ πυρῆνα τοῦ βασικοῦ πολιτισμοῦ. Μέ αὐτόν τόν τρόπο χάνονται ὁλόκληροι πολιτισμοί1 .

Ἑπομένως, εἶναι ἀνάγκη νά δοῦμε ποιά εἶναι τά στοιχεῖα τῆς ταυτότητας τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης, ὥστε νά μή ὑποστοῦμε τήν «ἀφομοίωση» καί «τόν ἀποεκπολιτισμό», ὅπως, δυστυχῶς, ἔχει γίνει σέ πολλούς Ἕλληνες πού ἀποτελοῦν τήν λεγομένη «ἄρχουσα τάξη», εἶναι διανοούμενοι καί πολιτικοί.

  1.                             Ἡ πορεία καί ἡ ἀνάπτυξη τῆς ἑλληνικῆς σκέψης

Μελετώντας τήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία, αἰσθανόμαστε μία κατάπληξη γιά τό πῶς μπόρεσε νά μελετήση τό “εἶναι” καί τόν κόσμο μέσα ἀπό διαφορετικές προοπτικές, ἔχοντας ὅμως μιά ἑνιαία ὑποδομή, τό πῶς ἀναπτύχθηκε καί ἀπετέλεσε ἕνα μεγάλο ρεῦμα φιλοσοφίας, θρησκείας καί πολιτικῆς. 1 Νικόλαος Βερνίκος καί Σοφία Δασκαλοπούλου, Πολυπολιτισμικότητα, οἱ διαστάσεις τῆς πολιτισμικῆς ταυτότητας, ἐκδ. Κριτική, Ἀθήνα 2002, σελ. 37-43

     Δύο κυρίως σημεῖα θά πρέπη νά τονισθοῦν στήν ἑνότητα αὐτή. Τό πρῶτο εἶναι ὅτι ἔχουμε μιά διαρκῆ ἐξέλιξη τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖο φιλοσοφοῦσαν καί θρησκεύονταν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, μέσα ὅμως στά πλαίσια τῆς ἑλληνικῆς συνείδησης. Παρατηρεῖ κανείς μέ πολύ μεγάλη ἔκπληξη τό πῶς τό ἀρχαῖο ἑλληνικό πνεῦμα ἀπέφευγε τήν στασιμότητα καί διακρινόταν ἀπό μία δυναμική πορεία. Μπορεῖ κανείς νά ὁριοθετήση, παρά τό ἐπικίνδυνο τοῦ πράγματος, μερικές φάσεις τῆς ἀναπτύξεως τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος. Στήν ἀρχή παρατηρεῖ κανείς τήν ἐπικράτηση μαγικῶν θρησκειῶν, λατρεύεται ἡ φύση, ἡ ὁποία συνιστᾶ μιά κατώτερη θρησκεία. Στήν συνέχεια ἀναπτύσσεται ὁ ἀνθρωπομορφισμός, ἡ λατρεία τῶν θεῶν τοῦ Ὀλύμπου, ὅπως πειργράφεται στόν Ὅμηρο καί τόν Ἡσίοδο. Αὐτός ὁ ἀνθρωπομορφισμός στήν πραγματικότητα ἐνσαρκώνει τούς ἀνθρώπινους πόθους γιά τήν ἀθανασία, τήν ὑγεία, τήν καλοπέραση, τήν δύναμη. Ἀκολούθως ἐμφανίζονται οἱ Ἴωνες φυσικοί, οἱ ὁποῖοι στρέφονται στήν φύση, ἀποβάλλοντας τήν θρησκευτική ἄποψη γιά τήν ἑρμηνεία τοῦ κόσμου.

    Ἡ ἀρχική αἰτία τοῦ κόσμου θεωρεῖται ἀπό τόν Θαλῆ τόν Μιλήσιο τό νερό, ἀπό τόν Ἀναξίμανδρο τό ἄπειρο, ἀπό τόν Ἀναξιμένη ὁ ἀέρας. Στήν συνέχεια ἐμφανίζεται ὁ μυστικιστικός τρόπος ζωῆς, ἡ ὀργιαστική φάση τῆς θρησκείας, ὅπως ἐκφράζεται ἀπό τόν Διόνυσο, τούς Ὀρφικούς καί τόν Πυθαγόρα, οἱ ὁποῖοι φέρουν τόν θεό μέσα στόν ἄνθρωπο καί ἐνδιαφέρονται κυρίως γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ πόνου.

    Ἡ ὀντολογική ἑρμηνεία τῆς φύσης, ὅπως ἐκφράζεται ἀπό τούς Ἐλεάτες (Παρμενίδης) καί τόν Ἡράκλειτο, ἀσχολεῖται μέ τήν σχέση καί τήν διαφορά μεταξύ τοῦ “εἶναι” καί τοῦ “γίγνεσθαι”. Ἀκόμη, ἡ ἐμφάνιση τοῦ ὀρθολογισμοῦ, ὅπως ἐκφράζεται ἀπό τούς Σοφιστές, μέ πρῶτο τόν Πρωταγόρα, οἱ ὁποῖοι θεωροῦνται πρόδρομοι τῶν Διαφωτιστῶν τοῦ 18ου αἰ. μ.Χ., ἐκλαμβάνουν τήν ἀλήθεια ὄχι ὡς ἀντικείμενο, ἀλλά ὑποκείμενο πού συνδεέεται μέ τήν ἀνθρώπινη σκέψη.

    Ἀκολούθως, ἡ ἰδεαλιστική, κλασσική μεταφυσική τοῦ Σωκράτη, τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Ἀριστοτέλη, πολέμησε τόν ἀνθρωπομορφισμό τοῦ θεοῦ καί ἔκανε τόν θεό ἰδέα.

     Ἔπειτα, ἡ μετακλασσική περίοδος τοῦ Ἑλληνισμοῦ πού ἐκφράζεται ἀπό τούς Στωϊκούς καί Ἐπικούριους φιλοσόφους, οἱ ὁποῖοι ταύτισαν τήν φύση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν λόγο, ἔκαναν λόγο γιά τήν νέκρωση τοῦ παθητικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς καί βεβαίως ἔδωσαν προτεραιότητα στήν εὐδαιμονία, ὅπως αὐτοί τήν ἐννοοῦσαν.

     Τέλος, ὁ νεοπλατωνισμός μέ τόν Πλωτίνο, τόν Πορφύριο, τόν Ἰάμβλιχο καί τόν Πρόκλο, πού ἦταν ἡ τελευταία  ἀναλαμπή τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί κυρίως τῆς μεταφυσικῆς, συνέδεσαν τόν πλατωνισμό μέ τόν γνωστικισμό2 .

    Ἐπίσης, ἐκεῖνο τό ὁποῖο μπορεῖ νά σημειωθῆ εἶναι ὅτι ὑπάρχουν πολλοί μελετητές οἱ ὁποῖοι συνδέουν τήν ἐξέλιξη αὐτή μέσα ἀπό πολιτικές ἑρμηνεῖες. Γιά παράδειγμα στίς ἑλληνικές πόλεις -κράτη ἄλλοτε κυριαρχεῖ ἡ δημοκρατία, δηλαδή ἡ ἐπικράτηση δημοκρατικῶν ἀρχῶν μέ τούς θεούς τοῦ Δήμου, καί ἄλλοτε κυριαρχεῖ ὁ ἀριστοκρατικός ἰδεαλισμός, ὅπως ἐκφράζεται ἀπό τόν μυστικισμό καί τήν μεταφυσική.

     Τό δεύτερο σημεῖο πού ἐκφράζει τήν ἑνότητα, ἀλλά καί τήν ὅλη ἐξέλιξη τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος, εἶναι ἡ “σταδιακή ἐξέλιξη ἀπό τήν μυθική ἀντίληψη πρός τήν ὀρθολογιστική σκέψη”  καί τήν μεταφυσική φιλοσοφία, δέν εἶναι ἕνα τυχαῖο φαινόμενο, ἀλλά ὑπάρχουν πολλοί παράγοντες πού τό προσδιόρισαν.

      Στήν συνέχεια θά παραθέσω μερικά ἀπό τά στοιχεῖα, τά ὁποῖα χρησιμοποιεῖ ὁ Κωνσταντῖνος Βαμβακᾶς στό σημαντικό βιβλίο του μέ τίτλο “Οἱ Θεμελιωτές τῆς δυτικῆς σκέψης”. Ὁ Karl Jaspers ἔχει ὑποστηρίξει ὅτι στήν πνευματική ἐξέλιξη πού συντελεῖται μεταξύ τοῦ 800 καί 200 π.Χ., περίπου στό 500 π.Χ. τοποθετεῖται αὐτό πού χαρακτήρισε “ἀξονική περίοδο τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητας”.

    Παρατηρεῖται ὅτι ἀπό τόν 7ο αἰ. π.Χ. καί ἐντεῦθεν σέ διαφόρους γεωγραφικούς χώρους ὅπως στήν Κίνα (Λάο-Τσέ, Κομφούκιος), τήν Ἰνδία (Μαχαβίρα, Βούδας), τόν Ἰσραήλ (προφῆτες Ἱερεμίας, Ἰεζεκιήλ), τό Ἰράν (Ζωροάστρης), τήν Ἑλλάδα (Προσωκρατικοί, Σωκράτης, Πλάτων, Ἀριστοτέλης) γίνονται διάφορες πολιτισμικές θεμελιακές μεταβολές. Ὅμως, οἱ ἀφετηρίες κάθε τόπου καί πολιτισμοῦ εἶναι διαφορετικές. Στήν Κίνα κυριαρχεῖ ἡ πρακτική φροντίδα γιά τήν καλή σχέση τῶν ἀνθρώπων στήν κοινωνία, στήν Ἰνδία ἐπικρατεῖ ἡ θρησκευτική ἀγωνία τοῦ ἀνθρώπου γιά νόημα ζωῆς, στήν Ἑλλάδα ἐπικρατεῖ κυρίως ἡ φιλοσοφία6 . 2 βλ. Χαραλάμπους Θεοδωρίδου, Ἐπίκουρος, ἡ ἀληθινή ὄψη τοῦ ἀρχαίου κόσμου, Βιβλιοπωλείο τῆς «Ἐστίας», Ἀθήνα 1999, σελ. 44 καί ἑξῆς 3 βλ. Γρηγορίου Κωσταρᾶ, Φιλοσοφική προπαίδεια, Ἀθήνα 1991, Κωνσταντίνου Βαμβακᾶ, Οἱ θεμελιωτές τῆς δυτικῆς σκέψης, Ἡράκλειο 2001, Χαραλάμπους Θεοδωρίδη, Ἐπίκουρος, ἡ ἀληθινή ὄψη τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ἐκδ. Κολάρου  Κωνσταντίνου Βαμβακᾶ, Οἱ θεμελιωτές τῆς δυτικῆς σκέψης, Πανεπιστημιακές Ἐκδόσεις Κρήτης, Ἡράκλειο 2001, σελ. 9 5 ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 9-10 6 ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 10 4

    Γεγονός εἶναι ὅτι τήν περίοδο αὐτή παρατηρεῖται καί μία ἐπικοινωνία τῶν Ἑλλήνων μέ τούς ἄλλους λαούς. Οἱ Ἕλληνες, λόγῳ τῆς θαλάσσης, ἔρχονται σέ ἐπικοινωνία μέ πολλούς λαούς καί πολιτισμούς, λαμβάνοντας ἀπό αὐτούς ὅ,τι τούς ἦταν ἀπαραίτητο γιά τόν τρόπο ζωῆς τους. Συγχρόνως, τό εὔκρατο κλίμα καί ὁ τόπος διαμονῆς τους, πού συνέδεε στεριά καί θάλασσα, τούς ἔδινε τήν δυνατότητα νά φιλοσοφοῦν γιά τό “εἶναι”, τόν “χρόνο”, τήν “φύση”, τόν “ἄνθρωπο”, τό νόημα τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Ἔτσι, οἱ Ἕλληνες προσλάμβαναν ὅ,τι καλύτερο ὑπῆρχε στούς ἄλλους πολιτισμούς καί τό μετέτρεπαν σέ φιλοσοφία, ἀσχολούμενοι μέ τόν “θεό”, τήν “ἀρχή”, τόν “λόγο”, τήν “δίκη”, τό “ἄπειρο”, τήν “φύση”, τόν “κόσμο”, τό “εἶναι” . Ὅπως σημειώνει ὁ Κωνσταντῖνος Βαμβακᾶς, “τό ὀρθολογικό πνεῦμα τῶν Ἑλλήνων ἔθεσε ἀναμφισβήτητα τά θεμέλια τῆς φιλοσοφίας καί τῆς ἐπιστήμης, πράγμα πού ὑπῆρξε καθοριστικό γιά τήν ἐξέλιξη τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ… Οἱ Ἕλληνες ἵδ ρ υ σ α ν τόν δυτικό πολιτισμό, ὁρ ι ο θ ε τ ώ ν τ α ς τον ὅμως, συγχρόνως, ἔναντι τῶν ἀνατολικῶν πολιτισμῶν”.

    Ὅπως σημειώθηκε προηγουμένως, ὑπῆρξαν πολλοί παράγοντες γιά τήν ἀνάπτυξη τῆς φιλοσοφίας στήν ἀρχαία Ἑλλάδα. Θά ἀναφέρω μερικούς ἀπό αὐτούς. Ἕνας παράγοντας ἦταν ἡ “περιβάλλουσα φύση”. Τό εὔκρατο κλίμα, ἡ διαυγής ἀτμόσφαιρα καί ἡ ἡλιοφάνεια, ἡ “ἀδιάκοπη διείσδυση καί συμβίωση στεριᾶς καί θάλασσας”, ὅπως “ὁ ἀέναος ρόχθος καί κυματισμός τῆς ἐπιφάνειας τῆς θάλασσας, σέ ἀντίθεση μέ τόν σιωπηλό, ἀδιόρατο καί ἀσάλευτο βυθό της” θά δημιουργήσουν τήν ὑποψία γιά τήν ἀντίθεση μεταξύ τοῦ “φαίνεσθαι” καί τοῦ “εἶναι”, τοῦ “γίγνεσθαι” καί τοῦ “εἶναι”. Ἐπίσης, καί ἡ θάλασσα θά βοηθήση στήν ἐπικοινωνία μέ πολλούς πολιτισμούς.

   Ἄλλος παράγοντας εἶναι οἱ κοινωνικές δομές. Ἀπό τόν 8ο αἰώνα π.Χ. καί μετά δημιουργοῦνται οἱ πόλεις – κράτη. Τό πολίτευμα τῶν πόλεων αὐτῶν – κρατῶν ἔχει διάφορες διακυμάνσεις: ἀρχίζει ἀπό τό ἀριστοκρατικό, δημιουργοῦνται τά ὀλιγαρχικά ἤ τιμοκρατικά πολιτεύματα, ἀφοῦ ἀναπτύσσεται ἡ τάξη τῶν βιοτεχνῶν, ἐμπόρων καί πλοιοκτητῶν, προχωρεῖ στά τυραννικά καθεστῶτα καί θά φθάση στήν ἐγκαθίδρυση τῆς δημοκρατίας. Παρά ταῦτα δημιουργεῖται σέ ὅλες αὐτές τίς πόλεις – κράτη ἡ κοινή ἑλληνική συνείδηση, 7 ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 6 8 ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 11 9 ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 14 10 ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 21-22 5 καθώς ἐπίσης, μετά τήν κατάρρευση τοῦ Μυκηναϊκοῦ πολιτισμοῦ μέ τήν Γραμμική Γραφή Β΄, δημιουργεῖται τό νέο ἑλληνικό ἀλφάβητο. Οἱ Ἕλληνες χρησιμοποίησαν ὡς πρότυτο τήν φοινικική γραφή, ἀφοῦ ὅμως προσέθεσαν τά φωνήεντα, πού δέν εἶχε τό φοινικικό ἀλφάβητο (ἀποτελεῖτο ἀπό σύμφωνα καί ἡμίφωνα), δημιουργώντας ἔτσι ἕνα κομψό φωνητικό ἀλφάβητο.

    Ἡ θρησκεία, ἐπίσης, ὑπῆρξε ἕνας σπουδαῖος παράγοντας γιά τήν ἀνάπτυξη τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος. Στήν ἀρχή “οἱ θεοί τῶν Ἑλλήνων εἶναι δ υ ν ά μ ε ι ς καί δευτερευόντως πρόσωπα. Γι’ αὐτό τά θεϊκά πρόσωπα, πολλές φορές, συγχέονται”. Στήν συνέχεια ἐξασθενίζει ἡ πίστη στούς θεούς, μέ ἀποτέλεσμα νά δημιουργηθοῦν δύο πνευματικοί δρόμοι: “τῆς ὀρ θ ο λ ο γ ι κῆς φ ι λ ο σ ο φ ί ας τῶν Ἰώνων καί τοῦ μυστικισμοῦ τῆς ὀρφικῆς διδασκαλίας, πού θά ἀνταποκριθῆ καί στίς βαθύτερες θρησκευτικές ἀνάγκες τῶν Ἑλλήνων”. Αὐτή ἡ μυστηριακή θρησκεία εἶναι ἐντελῶς διαφορετική ἀπό “τό ἑλληνικό πνεῦμα τῆς ὁμηρικῆς ἐποχῆς” καί ὁπωσδήποτε ἔχει ἐπίδραση ἀνατολική.

   Ἐπίσης, ἡ σχέση μεταξύ μύθου καί ἐπικῆς ποίησης, ἡ πορεία ἀπό τόν μύθο στόν λόγο ἔπαιξε σημαντικό ρόλο στήν ἀνάπτυξη τῆς φιλοσοφίας. Μέσα ἀπό αὐτήν τήν διάσταση οἱ Ἕλληνες ἔβλεπαν τήν ἑνότητα καί τήν τάξη πού ὑπάρχει στήν φύση .

     Ὅλες αὐτές οἱ προϋποθέσεις ὑπῆρχαν στό ἀρχαῖο ἑλληνικό “πνεῦμα”, ὁπότε ἡ ἐπικοινωνία τους μέ τούς ἀνατολικούς λαούς βοήθησε στό νά ἀναπτύξουν ἀκόμη περισσότερο τό “πνεῦμα” τους, μέ ἐκεῖνα πού συνάντησαν.

    Γιά παράδειγμα, ὁ Θαλῆς ὁ Μιλήσιος παρέλαβε τήν ἀστρονομία ἀπό τήν Αἴγυπτο καί τήν Βαβυλωνία μέ τά ταξίδια τά ὁποῖα εἶχε κάνει, ἀλλά τήν ἀνήγαγε σέ φιλοσοφία. Τό ἴδιο καί ὁ Πυθαγόρας. Ἐπίσης οἱ Ἕλληνες παρέλαβαν τήν ἀριθμητική καί τήν γεωμετρία ἀπό τήν Αἴγυπτο καί τήν ἔκαναν φιλοσοφία. Ἀκόμη, οἱ ὀρφικοί καί οἱ πυθαγόρειοι παρέλαβαν στοιχεῖα ἀπό τούς ἀνατολικούς λαούς, ἀλλά προχώρησαν περισσότερο τίς γνώσεις αὐτές.

    Οἱ ἀνατολικοί λαοί ἀνέπτυξαν διάφορα μυθολογικά συστήματα καί συγκέντρωσαν ἕνα μεγάλο ὑλικό πού ἐξυπηρετοῦσε “ὠφελιμιστικούς καθαρά σκοπούς”, ἐνῶ οἱ Ἕλληνες τά ἀνήγαγαν σέ ἄλλη σφαίρα, τά ἔκαναν φιλοσοφία. Τό κίνητρό τους “δέν ἔχει σχέση μέ τά πρακτικά προβλήματα τῶν ἀνατολικῶν λαῶν, ἀλλά εἶναι ἀναζήτηση τῆς ἀλ ή θ ε ι α ς μέσῳ τῆς εὐρύτερης θεώρησης τοῦ κ ό σ μ ο υ” 14 . 11 ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 22-23 12 ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 27-30 13 ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 33-36 14 ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 59-63 6 Βέβαια, ὁ G. James ἀνέπτυξε τήν θεωρία περί “κλεμμένης κληρονομιᾶς”, δηλαδή πρόκειται γιά τήν λεγόμενη “ἀφροκεντρική θεωρία”, ἀλλά αὐτή δέν ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό τήν παγκόσμια ἐπιστημονική κοινότητα γιά τά αὐθαίρετα συμπεράσματά της καί διότι ἀγνόησε τό γεγονός ὅτι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες προσέλαβαν μερικά στοιχεῖα ἀπό ξένους πολιτισμούς, ἀλλά τά ἐπεξεργάσθηκαν ἀκόμη περισσότερο, καί τό πρακτικό – ὠφελιμιστικό ἐπίπεδο τό ἀνέβασαν στό ὀντολογικό, φιλοσοφικό, θεολογικό ἐπίπεδο. “Ἡ οὐσία εἶναι –καί αὐτό ἐπιμένουν νά μή κατανοοῦν οἱ ἀφροκεντριστές– ὅτι οἱ Ἕλληνες μετέτρεψαν τίς π ρ α κ τ ι κ έ ς γεωμετρικές, ἀριθμητικές, ἀστρονομικές γνώσεις τῶν γειτονικῶν μεγάλων πολιτισμῶν σέ γενικευμένα, συνεκτικά, φιλοσοφικά συστήματα”.

    Ὁπότε, ὅταν παρατηρῆ κανείς τόν ἀρχαῖο ἑλληνικό πολιτισμό, θά διαπιστώση ὅτι διαρκῶς γονιμοποιεῖ καί γονιμοποιεῖται, προσλαμβάνει καί προσλαμβάνεται, γεννιέται μιά φάση καί ἔπειτα πεθαίνει γιά νά ἀναγεννηθῆ κάποια ἄλλη, ἔχει μιά διαρκῆ κίνηση καί πορεία, διακρίνεται ἀπό μιά ἐντελέχεια, ἔχει μιά δυναμική κίνηση πρός τήν ὁλοκλήρωση. Ξεκινᾶ ἀπό τήν μαγική θρησκεία, προχωρεῖ στόν ἀνθρωποκεντρισμό, ἐξελίσσεται στόν ὀρθολογισμό, φθάνει στόν μυστικισμό, ἀναπτύσσεται στήν μεταφυσική. Ἀκόμη, ἡ νέα φάση πού δημιουργεῖται δέν καταργεῖ τελείως τήν προηγούμενη, ὁπότε ὑπάρχουν πολλές παράλληλες παραδόσεις.

    Ὁ ἑλληνικός πολιτισμός ἔχει μέσα του μιά δυναμικότητα, μιά ἀκατάβλητη ἐλευθερία, μιά κίνηση πρός τήν ὁλοκλήρωση. Ὅλο αὐτό τό ρεῦμα κινεῖται μαζί, παράλληλα, ἑνοποιημένα, σέ μερικά σημεῖα ἀπομονωμένα καί μέ ὅλες αὐτές τίς μορφές του συναντιέται μέ τόν Χριστιανισμό.

    Οἱ πρῶτοι Ἀποστολικοί Πατέρες, οἱ Ἀπολογητές καί οἱ μεγάλοι Πατέρες τοῦ 4 ου αἰῶνος συναντοῦν ὅλο αὐτό τό ρεῦμα, τό διηρημένο σέ πολλά τμήματα, ἀλλά ἐσωτερικά ἑνοποιημένο μέ τόν νόμο τῶν ἀντιθέσεων τοῦ Ἡρακλείτου, καί εἶναι φυσικό νά ἐπηρεασθοῦν ἀπό αὐτό. Δέν πρόκειται μόνον γιά τήν κοινή ἑλληνιστική γλώσσα, τήν ὁποία οἱ Πατέρες συνάντησαν στήν ἐποχή τους καί τήν χρησιμοποίησαν, ἀλλά γιά ὅλο αὐτό τό ὀντολογικό ὑποσυνείδητο πού ὑπάρχει στόν Ἑλληνισμό. Τό θέμα αὐτό θά τό δοῦμε στήν ἑπόμενη ἑνότητα.

    Ἐκεῖνο τό ὁποῖο πρέπει νά σημειωθῆ ὡς πρός τήν ἑνότητα αὐτή εἶναι ὅτι ἡ ταυτότητα τοῦ Ἑλληνισμοῦ χαρακτηρίζεται ἀπό μιά διαρκῆ ἐξέλιξη, γονιμοποίηση καί ὡρίμανση. Κανείς δέν μπορεῖ νά ἐντάξη τόν Ἑλληνισμό σέ μιά χρονική φάση 15 ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 63-75 7 τῆς ἐξελίξεώς του καί κανείς δέν μπορεῖ νά ἀπολυτοποιήση μιά μόνον φάση σέ αὐτήν τήν ἐξέλιξη.

  •             Ἡ συνάντηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέ τόν Χριστιανισμό

   Ὅπως εἴδαμε προηγουμένως ἡ τελευταία φάση τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται νεοπλατωνισμός, ἔχει ἐπηρεασθῆ ἀπό τόν γνωστικισμό καί μερικές ἀπόψεις τοῦ Χριστιανισμοῦ, κυρίως αἱρετικῶν παραφυάδων. Τό γεγονός εἶναι ὅτι μέχρι τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. ὑπῆρξαν πολλές φάσεις τῆς συναντήσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέ τόν Χριστιανισμό.

    Ὁ Χριστιανισμός γεννήθηκε σέ Ἰουδαϊκά περιβάλλοντα, ἀλλά, ὅταν ἐξῆλθε ἀπό τόν χῶρο τῆς Παλαιστίνης, ἀναγκαστικά συναντήθηκε μέ τόν Ἑλληνισμό, μέ θετικές καί ἀρνητικές συνέπειες. Κυρίως ὅμως τόν 4ο αἰώνα μ.Χ., ὅταν μεγάλα πνευματικά ἀναστήματα τοῦ Χριστιανισμοῦ μελέτησαν τήν ἀρχαία ἑλληνική παιδεία, σπουδάζοντας τήν ἑλληνική φιλοσοφία καί γενικότερα τήν ἑλληνική παράδοση, τότε γεννήθηκαν οἱ προϋποθέσεις μιᾶς συναντήσεως μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν πνευματικῶν μεγεθῶν, τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ.

    Ἡ συνάντηση αὐτή Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ χαρακτηρίσθηκε μέ δύο φράσεις. Τήν μία χρησιμοποίησε ὁ μεγάλος Προτεστάντης θεολόγος καί ἱστορικός Χάρνακ, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ συνάντηση Χριστιανισμοῦ καί Ἑλληνισμοῦ δημιούργησε “τόν ἐξελληνισμό τοῦ Χριστιανισμοῦ”, ὅπως ὀνόμαζε τόν Γνωστικισμό.

    Τήν ἄλλη φράση χρησιμοποίησε ὁ μεγάλος Ρῶσος θεολόγος τοῦ 20ου αἰῶνος, πού δίδαξε στό Χάρβαρντ τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν τῆς Ἀμερικῆς, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο ἡ συνάντηση Χριστιανισμοῦ καί Ἑλληνισμοῦ δημιούργησε “τόν ἐκχριστιανισμό τοῦ ἑλληνισμοῦ”.

   Ὁ “ἐξελληνισμός τοῦ Χριστιανισμοῦ” συνίσταται στό ὅτι ὁ Χριστιανισμός ἐξελληνίσθηκε, δηλαδή ἀπέβαλε τήν ἀποκαλυπτική ἀλήθεια καί πλησίασε περισσότερο πρός τήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία. Ἐπίσης, ὁ “ἐκχριστιανισμός τοῦ Ἑλληνισμοῦ” συνίσταται στό ὅτι ὁ Ἑλληνισμός ἐκχριστιανίσθηκε, δηλαδή ὁ Χριστιανισμός χρησιμοποίησε τόν Ἑλληνισμό γιά νά ἐκφράση τήν ἀλήθειά του.

   Τό κρίσιμο θέμα τό ὁποῖο ἀπασχόλησε τούς πρώτους Πατέρες εἶναι τό λεγόμενο κοσμολογικό πού καταλήγει στό θεολογικό. Τό κοσμολογικό πρόβλημα εἶναι τί εἶναι ὁ κόσμος, ποιός τόν δημιούργησε, ποῦ ὀφείλεται τό κακό πού ὑπάρχει στόν κόσμο. Ἡ ἑβραϊκή ἑρμηνεία γιά τόν κόσμο ἔβλεπε πάντοτε πίσω ἀπό τόν κόσμο τόν Θεό.

    Ἡ ἑλληνική – φιλοσοφική ἑρμηνεία γιά τόν κόσμο  θεωροῦσε τόν Θεό πάντοτε συνδεδεμένο μέ τόν κόσμο. Ἀκόμη καί ὁ Πλάτων, πού ἔκανε λόγο γιά τά ἀρχέτυπα τῶν ὄντων, ἔλεγε ὅτι ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἀπό προϋπάρχουσα ὕλη καί ἔτσι δημιουργός σημαίνει διακοσμητής.

   Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἔχοντας βιβλική-ἑβραϊκή σκέψη, ἔπρεπε νά περάσουν τήν χριστιανική ἀποκάλυψη μέσα στήν ἑλληνική νοοτροπία. Τό θέμα κατ’ ἐξοχήν τέθηκε στό ἐρώτημα τί εἶναι ὁ Χριστός, πού εἶναι τό κέντρο τῆς ἱστορίας, καί τί θά πῆ ὅτι ἐνηνθρώπησε ὁ Χριστός. Γιά τόν Ἑβραῖο δέν ὑπῆρχε πρόβλημα, γιατί τό ἑρμήνευε ὡς μιά ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ μέσα στόν κόσμο. Γιά τόν Ἕλληνα ὅμως ὑπῆρχε σοβαρό πρόβλημα, ἐπειδή ἔπρεπε νά ἀλλάξη ὅλη τήν νοοτροπία του. Δηλαδή, ἔπρεπε νά ἀλλάξη τήν κοσμολογία του, πού σημαίνει ὅτι ἔπρεπε νά ἀπαντᾶ στό ἐρώτημα τί εἶναι ὁ Χριστός μέ κοσμολογικές κατηγορίες, χωρίς ὅμως νά δεχθῆ τήν ἑλληνική νοοτροπία.

   Αὐτό σημαίνει ὅτι ἔπρεπε νά ἀποβάλη τήν ἄποψη ὅτι ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἀπό προϋπάρχουσα ὕλη καί νά δεχθῆ τήν διδασκαλία ὅτι ὁ κόσμος ἔγινε ἀπό μή προϋπάρχουσα ὕλη, ἐκ μή ὄντος. Ἐπίσης ἔπρεπε νά ἀποβάλη τήν ἄποψη περί τῆς πτώσεως ὡς τιμωρίας καί νά δεχθῆ τήν διδασκαλία περί τῆς πτώσεως ὡς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ἀκόμη, ἔπρεπε νά ἀποβάλη τήν ἄποψη ὅτι ἡ ὕλη εἶναι ἐκ φύσεως κακή καί νά δεχθῆ τήν δυνατότητα ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου καί Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἐπίσης καί τήν πίστη τῆς ἀναστάσεως καί ἀφθαρσίας τῶν σωμάτων τῶν ἀνθρώπων. Ἔπρεπε, δηλαδή, νά ἀποβάλη τήν ἄποψη τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας περί φύσει θνητοῦ σώματος καί φύσει ἀθανάτου ψυχῆς.

    Ἐπίσης, ἄλλο θέμα πού ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίσουν οἱ πρῶτοι Πατέρες ἦταν τό θέμα ποιά εἶναι ἡ μέθοδος ἑρμηνείας τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό, τό κρίσιμο σημεῖο πού δείχνει τήν διαφορά μεταξύ τῶν φιλοσοφούντων θεολόγων καί τῶν ὀρθοδόξων Πατέρων εἶναι ἡ σχέση μεταξύ τοῦ νοῦ καί τῆς λογικῆς σέ σχέση μέ τήν γνώση τοῦ Θεοῦ.

   Οἱ φιλοσοφοῦντες θεολόγοι ὑπερύψωσαν τήν ἀνθρώπινη λογική, τήν ἔθεσαν ὡς κέντρο ἐρεύνης ἀκόμη καί τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔδωσαν μεγαλύτερη σημασία στόν νοῦ καί τήν καρδιά, προκειμένου νά ἀποκτήσουν γνώση ἐμπειρική τοῦ Θεοῦ.

    Παραμένοντας στόν 4ο αἰῶνα μ. Χ., αὐτό τό βλέπουμε στούς Τρεῖς Ἱεράρχες, πού ἔκαναν λόγο γιά τήν νοερά ἡσυχία, τήν καρδιακή καθαρότητα, προκειμένου νά ἀποκτήση κανείς τήν γνώση τοῦ Θεοῦ. Καί, ὅταν ἀποκτήση κανείς τήν γνώση τοῦ Θεοῦ, στήν συνέχεια, χρησιμοποιώντας ὡς ἐργαλεῖο τήν λογική, διατυπώνει τήν ἐμπειρία του.

    Σέ αὐτό τό σημεῖο φαίνεται ἡ διαφορά τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἀπό τούς φιλοσοφοῦντας θεολόγους τῆς ἐποχῆς τους, οἱ ὁποῖοι ἀπέκλιναν ἀπό τήν ὀρθόδοξη ἀλήθεια. Ἐνῶ οἱ φιλοσοφοῦντες θεολόγοι εἶχαν μιά ἑνιαία μεθοδολογία ἐρεύνης καί γνώσεως τοῦ Θεοῦ, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες εἶχαν ἀναπτύξει τήν διπλῆ μεθοδολογία γιά τήν γνώση τοῦ κόσμου καί τοῦ Θεοῦ -ἀφοῦ ἡ λογική ἐρευνᾶ τόν κόσμο καί ὁ νοῦς ἀποκτᾶ ἐμπειρίες τοῦ Θεοῦ- μέ ἀποτέλεσμα νά μή συγχέουν νοῦ καί λογική καί νά μή ταυτίζουν ἐπιστήμη καί θεολογία.

     Ὅπως ἔχουμε ἐντοπίσει πιό πάνω, ὁ Ἑλληνισμός εἶναι ἕνα πολύ μεγάλο μέγεθος, πού ξεκίνησε πολλούς αἰῶνες πρίν ἀπό τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, γονιμοποίησε ὅλα τά στοιχεῖα τά ὁποῖα βρῆκε στήν πορεία του, ἀκόμη καί ἀνατολικές παραδόσεις, καί συνεχῶς αὐξανόταν σέ ἐμπειρία καί γνώση.

     Ὅσες ἐπιστημονικές καί πρακτικές γνώσεις τῆς ἐποχῆς ἐκείνης παρέλαβε ἀπό ἀνατολικούς λαούς, τίς ἔκανε φιλοσοφία.

   Μελετώντας τά ζητήματα αὐτά προσεκτικά, διεπίστωσα ὅτι ἡ θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἰδίως τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, μπορεῖ νά θεωρηθῆ μιά δημιουργική ἐξέλιξη τοῦ Ἑλληνισμοῦ, μιά ἔκφραση τοῦ ἐκχριστιανισμένου Ἑλληνισμοῦ, ἀφοῦ οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες προσέλαβαν ὅλα τά θετικά στοιχεῖα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τά ὁποῖα συνάντησαν καί τόν ἀνέβασαν σέ μεγάλο ὕψος. Ὅπως ὁ Ἑλληνισμός γονιμοποίησε τά στοιχεῖα τοῦ παρελθόντος, ἔτσι καί ὁ Χριστιανισμός γονιμοποίησε τά στοιχεῖα τοῦ Ἑλληνισμοῦ πού συνάντησε στήν ἐποχή του. Γιά παράδειγμα, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες ἀξιοποίησαν κατά τόν καλύτερο τρόπο πολλές ἀπόψεις τῆς προσωκρατικῆς φιλοσοφίας (Ἐλεατικῆς Σχολῆς καί Σχολῆς Ἡρακλείτου) πολλές θεωρίες τῆς κλασσικῆς φιλοσοφίας (Πλάτωνος – Ἀριστοτέλους), πολλές ἐκφράσεις τῆς μυστικῆς φάσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ (Πυθαγόρα – Ὀρφικῶν) κλπ., χωρίς βέβαια νά ἀλλοιώσουν τήν ὀρθόδοξη ἀποκαλυπτική ἀλήθεια.

    Θά ἤθελα νά ἀναφερθῶ σέ ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα, δηλαδή τήν περίπτωση τοῦ Ἡρακλείτου καί πῶς οἱ ἀπόψεις του πέρασαν δημιουργικά στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση.

   Εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ Ἡράκλειτος (535-475 π.Χ.) ὑπῆρξε ἕνα φωτεινό πνεῦμα κατά τήν πορεία τῆς ἐξέλιξης τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς παράδοσης. Βεβαίως, δέν διασώζεται τό πλῆρες ἔργο του, μόνον διασώζονται 139 ἀποσπάσματα σέ 16 βλ. Τάσου Φάλκου – Ἀρβανιτάκη, Ἡράκλειτος ἅπαντα, ἐκδ. Ζῆτρος· Κωνσταντίνου Βαμβακᾶ, Οἱ θεμελιωτές τῆς δυτικῆς σκέψης, Πανεπιστημιακές ἐκδόσεις Κρήτης· Ἰωάννου Θεοδωρακόπουλου, εἰς Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, ἐκδ. Ἐκδοτική Ἀθηνῶν, τόμ. Β΄, 432 κ.ἑ.· Γρηγορίου Κωσταρᾶ, Φιλοσοφική προπαίδεια, Ἀθῆναι 1991· Χαραλάμπους Θεοδωρίδου, Ἐπίκουρος, ἡ ἀληθινή ὄψη τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ἐκδ. Κολλάρου 10 διαφόρους συγγραφεῖς. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι οἱ ἀπόψεις τοῦ Ἡρακλείτου ἔγιναν ἀντικείμενο προσοχῆς καί ἐρεύνης ἀπό ὅλους τούς ἀρχαίους κλασσικούς φιλοσόφους, ὅπως τόν Πλάτωνα, τόν Ἀριστοτέλη κλπ., παλαιούς Χριστιανούς συγγραφεῖς, ὅπως τόν Ἱππόλυτο, τόν Κλήμεντα Ἀλεξανδρέα, καί νέους φιλοσόφους, ὅπως τόν Ἔγελο, τόν Μπέρξον, τόν Μάρξ, τόν Γκαῖτε, τόν Νίτσε. Τά διασωθέντα ἀποσπάσματά του ἑρμηνεύονται ποικιλοτρόπως, ἀκριβῶς γιατί ὁ Ἡράκλειτος χαρακτηρίσθηκε ὡς “σκοτεινός φιλόσοφος”, δηλαδή εἶναι δύσκολος στήν ἑρμηνεία, εἶναι ἀποφθεγματικός καί ἐλλειπτικός καί ὅπως ἔλεγε ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος “Δηλίου τινος δεῖται κολυμβητοῦ” γιά τήν κατανόησή του. Ἀπό τίς ἀπόψεις τοῦ Ἡρακλείτου μποροῦμε νά σημειώσουμε τρεῖς βασικές του θέσεις.

     Ἡ μία ἀναφέρεται στήν ἔννοια τοῦ λόγου, πού εἶναι ὁ συμπαντικός νόμος πού διέπει τά πάντα, βρίσκεται μέσα στά ὄντα, στό γίγνεσθαι, στό εἶναι τοῦ κόσμου, στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ λόγος εἶναι ἡ ἀρχή ἀπό τήν ὁποία κατάγεται τό γίγνεσθαι, καί ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἑνωθῆ μέ τόν λόγο. Γιά νά μπορέση ὅμως νά φθάση καί νά ἑνωθῆ μέ τόν λόγο, πρέπει νά ἐλευθερωθῆ ἀπό τίς αἰσθήσεις του καί τούς φραγμούς τῆς ὑποκειμενικότητάς του. Ὁ Ἡράκλειτος κάνει λόγο γιά τόν ξυνό (ξύν-νόῳ) κοινό λόγο, πού σημαίνει τήν ταύτιση τοῦ κοινοῦ λόγου μέ τήν κοινή φρόνηση. Ὁ λόγος αὐτός εἶναι αἰώνιος καί οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦν νά τόν ἐννοήσουν, οὔτε πρίν τόν ἀκούσουν, ἀλλά καί οὔτε ὅταν τόν ἀκούσουν. Ὅταν εἶναι σέ ἐγρήγορση δέν γνωρίζουν τί κάνουν καί ὅταν κοιμοῦνται λησμονοῦν τί πράττουν. Ἐνῶ ὁ λόγος εἶναι κοινός, πολλοί ἄνθρωποι ζοῦν ὡσάν νά ἔχουν τήν δική τους ἀλήθεια. Ὁ Ἡράκλειτος γράφει: “Διό δεῖ ἕπεσθαι τῷ (ξυνῷ, τοὐτέστι τῷ) κοινῷ· ξυνός γάρ ὁ κοινός” (ἀπόσπασμα 2).

   Ἡ δεύτερη βασική ἀλήθεια τοῦ Ἡρακλείτου εἶναι τά περί τοῦ γίγνεσθαι, ἀφοῦ ὑποστηρίζει τήν γνωστή ἄποψη ὅτι “τά πάντα ρεῖ”. Τό γίγνεσθαι κατά τόν Ἡράκλειτο δέν γνωρίζει οὔτε ἀρχή οὔτε τέλος, ἀλλά ἔχει παντοῦ τήν ἀρχή του καί τό τέλος. Πρόκειται γιά μιά ἀέναη σύγκρουση τῶν ἀντιθέτων, γι’ αὐτό καί ὁμιλοῦσε γιά τό ὅτι “πόλεμος πατήρ πάντων”. Μέσα στό γίγνεσθαι ὑπάρχει ὁ λόγος, γι’ αὐτό κάθε αἰών δέν μπορεῖ νά βγῆ ἀπό τά μέτρα του. Ἔτσι, παρά τό γίγνεσθαι, τήν ἀέναη κίνηση τῶν ὄντων, ὑπάρχει μιά ἐσωτερική ἰσορροπία.

    Ἡ τρίτη βασική ἀρχή εἶναι ὅτι ὁ Ἡράκλειτος ταυτίζει τόν λόγο μέ τό πῦρ, ἀφοῦ τό πῦρ συμβολίζει τόν αἰώνιο λόγο. Ὁ Ἡράκλειτος γράφει ὅτι ὅλος ὁ κόσμος δέν πλάσθηκε ἀπό κάποιον θεό ἤ ἄνθρωπο, “ἀλλ’ ἦν ἀεί καί ἔστιν καί ἔσται πῦρ ἀείζωον, ἁπτόμενον μέτρα καί ἀποσβεννύμενον μέτρα” (ἀπόσπ. 30).  

    Ἑπομένως, κατά τόν Ἡράκλειτο, ὑπάρχει μιά σχέση μεταξύ τοῦ λόγου, τοῦ γίγνεσθαι καί τοῦ πυρός. Συνέπεια αὐτῆς τῆς σχέσεως εἶναι ὅτι ἡ ἀλήθεια συνδέεται μέ τόν λόγο καί ὄχι μέ τήν αἴσθηση καί γι’ αὐτό πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά μετέχη τοῦ λόγου. Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ὁ Ἡράκλειτος ἐξασκεῖ μιά κριτική τῆς σύγχρονής του εἰδωλολατρίας, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι, ἐνῶ ζητοῦσαν νά ἐξαγνισθοῦν μέ καθαρμούς, ἐν τούτοις μιαίνονταν μέ ἄλλο αἷμα ἀπό τίς αἱματηρές θυσίες καί ἔτσι ὁμοίαζαν σάν κάποιον πού μπῆκε στήν λάσπη καί προσπαθεῖ μετά νά ξεπλυθῆ μέ τήν λάσπη (ἀπόσπ. 5). Ἐπίσης, μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ἐλέγχει τούς ἀνθρώπους ἐκείνους πού ταυτίζουν τήν εὐδαιμονία μέ τίς σωματικές ἀπολαύσεις, γιατί, ἄν συνέβαινε ἡ εὐδαιμονία νά βρίσκεται σέ τέτοιες ἀπολαύσεις, τότε τά πιό εὐτυχισμένα ὄντα θά ἦταν τά βόδια (ἀπόσπ. 4).

    Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποίησαν ἤ ἀπήντησαν καί σέ αὐτές τίς ἀπόψεις τοῦ Ἡρακλείτου, ὅπως τό ἔκαναν καί μέ τίς ἀπόψεις ἄλλων φιλοσόφων. Συγκεκριμένα: Ὁ λόγος τοῦ Ἡρακλείτου, πού εἶναι ὁ συμπαντικός νόμος τοῦ κόσμου, ὑπενθυμίζει τόν Λόγο-Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ὅμως εἶναι πρόσωπο καί διά τοῦ Ὁποίου δημιουργήθηκε ὁ κόσμος, ἀφοῦ “τῷ λόγῳ Κυρίου οἱ οὐρανοί ἐστερεώθησαν”. Τό γίγνεσθαι τοῦ Ἡρακλείτου ὑπενθυμίζει τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων γιά τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ σέ ὅλη τήν κτίση, ἀφοῦ κατά τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ “ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι” (Ἰω. ε΄, 17) καί μέσα σέ ὅλη τήν κτίση ὑπάρχουν “οἱ λόγοι τῶν ὄντων”, δηλαδή οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Παρά τό διαρκές γίγνεσθαι, ὑπάρχει ἑνότητα, ἀφοῦ οἱ λόγοι τῶν ὄντων δημιουργοῦν μιά ἰσορροπία. Καί γι’ αὐτό πατήρ τῶν πάντων δέν εἶναι ὁ πόλεμος, ἀλλά ὁ Θεός τῆς εἰρήνης. Τό ἀείζωον πῦρ τοῦ Ἡρακλείτου ὑπενθυμίζει τό πῦρ τῆς Πεντηκοστῆς, τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀποκαλύπτει τόν Λόγο-Χριστό καί ἐνεργεῖ τά χαρίσματα καί βεβαίως συγκροτεῖ ὅλον τόν θεσμό τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τό χωρίο τοῦ Ἡρακλείτου “ἀλλ’ ἦν ἀεί καί ἔστιν καί ἔσται πῦρ ἀείζωον” χρησιμοποιήθηκε ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί τήν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας γιά νά δηλωθῆ τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο “ἦν μέν ἀεί, καί ἔστι καί ἔσται οὔτε ἀρξάμενον οὔτε παυσόμενον”. Βεβαίως, ὑπάρχουν διαφορές μεταξύ τῆς φιλοσοφίας τοῦ Ἡρακλείτου καί τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἀλήθειας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράσθηκε ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά στό παράδειγμα πού ἀναφέραμε φαίνεται πῶς μερικές ἀπό τίς βασικές διδασκαλίες τοῦ Ἡρακλείτου πέρασαν δημιουργικά μέσα στήν Χριστιανική ἀλήθεια ἤ γιά νά ἀκριβολογήσω ἀκόμη περισσότερο φαίνεται πῶς ἡ χριστιανική ἀποκάλυψη διατυπώθηκε ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδίως ἀπό τούς Τρεῖς Ἱεράρχες, μέσα ἀπό τίς διδασκαλίες τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων ἤ καί τοῦ Ἡρακλείτου, ὅπως εἴδαμε προηγουμένως.

  •                                  Ἡ σύγχρονη ἔκφραση τοῦ Ἑλληνισμοῦ

Ὕστερα ἀπό τά ἀνωτέρω θά πρέπη νά δοῦμε μερικά ρεύματα, τά ὁποῖα παρατηροῦνται στήν ἐποχή μας σέ σχέση μέ τήν ἑλληνική παράδοση. Ἐνῶ, ὅπως ἔχουμε σημειώσει πιό πάνω, ὁ Ἑλληνισμός μέσα στήν διαχρονική του πορεία δέν παρουσιάσθηκε κατά ἕναν ἑνοειδῆ καί μονοδιάστατο τρόπο, ἀλλά πολυμερῶς καί πολυτρόπως, -καί αὐτή εἶναι ἡ δυναμική ταυτότητά του- ἐν τούτοις ὑπάρχουν πολλοί σήμερα οἱ ὁποῖοι διασποῦν τήν διαχρονική πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὑπερτονίζοντας μερικά ἀπό τά ἐπί μέρους στοιχεῖα του, μέ ἀποτέλεσμα νά καταφέρουν κτυπήματα σέ αὐτήν τήν διαρκῆ γονιμοποίηση τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος.

   Θά ἤθελα νά παρουσιάσω τέσσερα τέτοια ρεύματα πού παρατηροῦνται στήν ἐποχή μας καί διασποῦν τόν Ἑλληνισμό καί τήν ταυτότητά του.

      Τό πρῶτο ρεῦμα εἶναι τό λεγόμενο παγανιστικό, τό ὁποῖο προσλαμβάνει μόνον τήν ἀνθρωποκεντρική πλευρά τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τό λεγόμενο Δωδεκάθεο, καί παραθεωρεῖ τελείως τίς ἀπόψεις τῆς προσωκρατικῆς φιλοσοφίας περί τοῦ εἶναι καί τοῦ γίγνεσθαι, ἰδιαιτέρως τίς σοφές ἀποφθεγματικές ἀπόψεις τοῦ Ἡρακλείτου, παραθεωρεῖ ἀκόμη τίς μεταφυσικές ἀπόψεις τοῦ Σωκράτη, τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Ἀριστοτέλη, τίς ἀπόψεις τῶν σοφιστῶν, τῶν ὀρθολογιστῶν, τῶν ὑλιστῶν, τῶν μυστικῶν καί τῶν νεοπλατωνικῶν.

     Τό δεύτερο ρεῦμα εἶναι τό λεγόμενο ὀρθολογιστικό, τό ὁποῖο δέχεται μόνον τίς ἀπόψεις τῶν σοφιστῶν, στήν κατηγορία τῶν ὁποίων ὑπάγεται κυρίως ὁ Πρωταγόρας, καί παραθεωρεῖ ὅλες τίς ἄλλες ἐκφράσεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Τό ρεῦμα αὐτό ἐκφράζει στήν ἐποχή μας ὁ λεγόμενος Διαφωτισμός καί τό νεωτερικό παράδειγμα. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι πολλοί θεωροῦν τούς Προσωκρατικούς φιλοσόφους, ἰδίως τούς σοφιστές, ὡς ἐκφραστές τοῦ συγχρόνου εὐρωπαϊκοῦ πνεύματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι ὁ Νίτσε πού ἀσχολήθηκε ἰδιαίτερα μέ τούς προσωκρατικούς φιλοσόφους.

     Τό τρίτο ρεῦμα εἶναι τό λεγόμενο μεταφυσικό πρότυπο, στό ὁποῖο ὑπάγονται πολλοί πού ὑπερτονίζουν τούς μεταφυσικούς φιλοσόφους, Πλάτωνα – Ἀριστοτέλη, καί παραγνωρίζουν ὅλη τήν ἄλλη διαχρονική παρουσία τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Αὐτός, ὅμως, ὁ ὑπερτονισμός τῶν μεταφυσικῶν ἔρχεται σέ σύγκρουση μέ τήν  σύγχρονη ἐπιστήμη καί μέ τόν ὀρθολογισμό καί ὁδηγεῖ τελικά στήν ἀθεΐα καί τόν ἀγνωστικισμό.

    Τό τέταρτο ρεῦμα εἶναι τό λεγόμενο μυστικιστικό, τό ὁποῖο ἐκφράζεται ἀπό ἐκείνους πού ἀσχολοῦνται μέ τήν λεγόμενη θεουργία, τήν παραψυχολογία, τόν διαλογισμό, τήν μετεμψύχωση καί ὅλες τίς ἄλλες ἀνατολικές παραδόσεις.

     Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι καί τά τέσσερα αὐτά ρεύματα συνιστοῦν ἀπομονωμένες ἐκφράσεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἐκφράζουν μερικές ἀπό αὐτές, παραθεωρώντας ὅλες τίς ἄλλες, καί μπορεῖ νά ὑποστηρίξη κανείς ὅτι ἐκφράζουν ἕναν αἱρετικό Ἑλληνισμό. Αὐτό λέγεται ἀπό τήν ἄποψη ὅτι ὡς αἵρεση χαρακτηρίζεται ἡ ἐπιλογή καί ὑπερτόνιση ἑνός στοιχείου σέ βάρος τοῦ ὅλου. Θεωρῶ ὅτι οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες εἶναι πολύ σύγχρονοι καί ἐκφράζουν τήν διαχρονική παρουσία τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὁ Μέγας Βασίλειος καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος σπούδασαν στήν Ἀθήνα καί γνώρισαν πολύ καλά ὅλη τήν ἑνιαία παράδοση τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Στά ἔργα τους φαίνεται αὐτή ἡ γνώση καί ἡ παιδεία πού ἀπέκτησαν. Ὁ Μέγας Βασίλειος στήν “Ἑξαήμερό” του καί σέ ἄλλα κείμενα, καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος κυρίως στίς ἐπιστολές καί τά ποιήματά του δείχνουν καθαρά τίς γνώσεις πού εἶχαν, τήν ἐπιλογή τήν ὁποία ἔκαναν καί τήν γονιμοποίηση τήν ὁποία προξένησαν στόν Ἑλληνισμό πού συνάντησαν. Ἐπίσης καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σπούδασε ρητορεία στόν ἐθνικό Λιβάνιο στήν Ἀντιόχεια, στήν ὁποία ἐπικρατοῦσε τέτοια παιδεία, ὥστε νά χαρακτηρίζεται “Συριάδες Ἀθῆναι”. Καί οἱ Τρεῖς, ὡς μέλισσες, προσέλαβαν ὅ,τι καλύτερο ἀπό τόν Ἑλληνισμό καί ἀπάντησαν σέ ὅλα τά ὀντολογικά, κοσμολογικά καί ὑπαρξιακά ἐρωτήματα πού εἶχαν θέσει οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες φιλόσοφοι. Ἀκριβῶς γι’ αὐτόν τόν λόγο ἡ διδασκαλία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἐκφράζει τήν δυναμικότητα καί τῆς ὀρθοδόξου ἀποκαλυπτικῆς ἀλήθειας καί τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος.

    Τό τελευταῖο αὐτό συμπέρασμά μου προέρχεται ὄχι μόνον ἀπό τίς ἐπιστημονικές μου ἔρευνες, ἀλλά καί ἀπό τήν προσωπική μου πείρα. Ἐπιτρέψτε μου νά ὑπογραμμίσω ὅτι προσπαθῶ στήν ζωή μου νά διατυπώνω καί νά μεταδίδω αὐτήν τήν διδασκαλία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Καί παρατηρῶ ὅτι ὑπάρχει πολύ μεγάλη ἀπήχηση αὐτῆς τῆς διδασκαλίας στόν σύγχρονο ἄνθρωπο.

     Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἀπό τά ἄνω τῶν 120 βιβλία πού ἔχω συγγράψει, πολλά βιβλία καί ἐπί μέρους ἀποσπάσματα ἔχουν μεταφραστῆ σέ 27 γλῶσσες, μέ ἀλλεπάλληλες ἐκδόσεις, ἀπό τά ἀγγλικά ἕως τά σουαχίλι καί τά κινέζικα. Τό σημαντικό εἶναι ὅτι οἱ μεταφραστές μετέφρασαν τά βιβλία μέ δική τους πρωτοβουλία καί στό τέλος ζήτησαν τήν ἄδειά μου γιά τήν ἔκδοσή τους.

    Στό διαδίκτυο δέ γίνεται μεγάλη συζήτηση πάνω στά θέματα  πού θίγονται, πού δείχνει τήν ἐπικαιρότητα τοῦ λόγου καί τῆς διδασκαλίας τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Παρατηρῶ, λοιπόν, καί ἀπό τό παράδειγμα αὐτό, ὅτι σήμερα οἱ ἄνθρωποι πού ζοῦν σέ ὅλες τίς Ἠπείρους ἔχουν ἀνάγκη ἀπό τήν διδασκαλία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, στήν ὁποία γίνεται λόγος γιά τό ὅτι ὁ Θεός εἶναι Πρόσωπο, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ δημιουργημένος, ἔχει ἐλευθερία καί ἀγάπη, ὅτι ὁ κόσμος εἶναι δῶρο Θεοῦ καί χῶρος συνάντησης Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό θεραπευτήριο πού νοηματοδοτεῖ τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι ὑπάρχει ἑνότητα μεταξύ Θεοῦ καί κόσμου, σώματος καί ψυχῆς, ἀγγέλων καί ἀνθρώπων, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐκφράζει τήν οἰκουμενικότητα ὅπως μέ ἄλλο βαθμό καί τρόπο τήν ἐξέφρασε καί ὁ Ἑλληνισμός. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο, ὅπου βρέθηκα καί ὁμίλησα, στήν Ἀνατολή καί στόν Νέο Κόσμο, στήν Εὐρώπη καί σέ ἄλλα μέρη τῆς γῆς, κυρίως σέ πανεπιστημιακούς χώρους, (ἐνδεικτικά ἀναφέρω τό Πανεπιστήμιο τοῦ Λιβάνου, τό Πανεπιστήμιο τοῦ Σηάτλ τῶν ΗΠΑ, τήν Βοστώνη, τήν Ἀτλάντα, τό Βανκοῦβερ τοῦ Καναδᾶ καί ἀλλοῦ) αἰσθάνθηκα τήν ἀπήχηση τήν ὁποία ἔχει τό οἰκουμενικό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Αἰσθάνθηκα ὅτι μέσα ἀπό τήν διδασκαλία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν τιμᾶται καί ὁ Ἑλληνισμός μέ ὅλη τήν διαχρονική παράδοσή του, ἀφοῦ στόν Χριστιανισμό βρῆκε τήν οὐσιαστική δικαίωσή του.

    Εἶμαι Ὀρθόδοξος Ἕλληνας καί ἔχω μεγάλη κληρονομιά σέ ὀντολογικά, κοσμολογικά καί ὑπαρξιακά ζητήματα.

Συμπέρασμα

    Ἡ Ἐκκλησία μέ τήν θεολογία, τήν ὑμνογραφία, τήν ναοδομία, τήν ἀρχιτεκτονική, τήν ἁγιογραφία, τήν μουσική, τήν διοικητική ὀργάνωση, πού θυμίζει τήν λειτουργία τῶν Πόλεων, καί ὅλη τήν διαχρονική της παράδοση, διαφυλάσσει ἕναν μεγάλο καί πολύτιμο διαχρονικό θησαυρό.

   Πρόκειται γιά τήν συνύπαρξη τῶν καλῶν στοιχείων τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τοῦ Χριστιανισμοῦ, πού προσφέρουν νόημα ζωῆς στούς ἀνθρώπους. Εἶναι ὅ,τι ἐκλεκτότερο ἔχει ἡ ἀνθρωπότητα. Αὐτόν τόν θησαυρό δέν μπορεῖ κανείς νά τόν περιφρονῆ ἤ νά τόν ἀνταλλάσση μέ ψεύτικα στολίδια.

    Καί ἐν πάσῃ περιπτώσει δέν μπορεῖ νά μιλᾶ κανείς ἀπαξιωτικά γιά τούς φύλακες αὐτοῦ τοῦ μεγάλου θησαυροῦ πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί οἱ φορεῖς της. Γιατί σέ αὐτήν τήν περίπτωση ἀπαξιώνεται ὁ ἴδιος ἀπό «τήν καλή πλευρά τῆς ἱστορίας».