2 Φεβρουαρίου – Η Υπαπαντή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού

Η Υπαπαντή είναι Δεσποτική και Θεομητορική εορτή της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Ὑπαπαντή σημαίνει συνάντηση τοῦ Κυρίου μὲ τὴν προσδοκία τοῦ κόσμου.

Το γεγονός αυτό εξιστορεί ο ευαγγελιστής Λουκάς στο κεφάλαιο Β’, στ. 22-35. Συνέβη σαράντα μέρες μετά τη γέννηση του Ιησού. Σύμφωνα με το Μωσαϊκό νόμο, η Παρθένος Μαρία, αφού συμπλήρωσε το χρόνο καθαρισμού από τον τοκετό, πήγε στο Ναό της Ιερουσαλήμ μαζί με τον Ιωσήφ, για να εκτελεσθεί η τυπική αφιέρωση του βρέφους στο Θεό κατά το «πάν άρσεν διανοίγον μήτραν (δηλαδή πρωτότοκο) άγιον τω Κυρίω κληθήσεται» και για να προσφέρουν θυσία, που αποτελούνταν από ένα ζευγάρι τρυγόνια ή δύο μικρά περιστέρια. Κατά τη μετάβαση αυτή, δέχθηκε τον Ιησού στην αγκαλιά του ο υπερήλικας Συμεών .

Αυτό το γεγονός αποτελεί άλλη μια απόδειξη ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός δεν ήλθε να καταργήσει τον Μωσαϊκό νόμο, όπως ισχυρίζονταν οι υποκριτές Φαρισαίοι και Γραμματείς, αλλά να τον συμπληρώσει, να τον τελειοποιήσει.

Μικρὸ σχόλιο στὴ βυζαντινὴ εἰκόνα

«Λέγε Συμεών, τίνα φέρων ἐν ἀγκάλαις, ἐν τῷ ναῷ ἀγάλλη;», ἐρωτᾶ ὑμνογραφώντας ὁ ἅγιος Γερμανός, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, στὸ πρῶτο Στιχηρὸ ἰδιόμελο τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Ὑπαπαντῆς, ἤχου α΄.

Ἡ βυζαντινὴ εἰκόνα τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου, ἀποτολμᾶ ν’ ἀπαντήσει στὸ ὑμνολογικὸ αὐτὸ ἐρώτημα μ’ ἕνα ἄλλο εἶδος τέχνης, περισσότερο προσιτὸ στὸ εὐρύτερο σῶμα τῶν πιστῶν.

Ἡ σκηνὴ εἰκονίζει τὴν ἐκπλήρωση τοῦ ἑβραϊκοῦ ἔθους. Τοῦ ἔθους ποὺ καθόρισε ἡ ἀπαίτηση τοῦ ἴδιου του Θεοῦ, «πᾶν ἄρσεν τὸ τὴν μήτραν διανοῖγον», νὰ ἀφιερώνεται σ’ Αὐτόν. ( Ἔξοδ. ιγ/ 2), ὅπως ἐμφατικὰ σημειώνεται καὶ στὸν Εἱρμὸ τῆς ἐνάτης ᾠδῆς τῆς Ὑπαπαντῆς. Αὐτὴ τὴν πραγματοποίηση τοῦ «εἰθισμένου, κατὰ τὸ εἰρημένον τοῦ νόμου» (Λουκ. Β. 24, 27), ἱστορεῖ ἡ εἰκόνα τῆς Ὑπαπαντῆς.

Πέντε πρόσωπα ἀπαρτίζουν τὴν εικόνα. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος μὲ τὸν Ἰωσὴφ φέρνουν στὸν ναὸ τὸν τεσσαρακονθήμερο Ἰησοῦ Χριστό. Τὰ δυὸ ἄλλα πρόσωπα εἶναι πρόσωπα τοῦ ναοῦ, καὶ συναντοῦν τοὺς προσερχομένους ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ χώρου. Ὁ Συμεὼν ὁ πρεσβύτης, ἄνθρωπος χαριτωμένος ἀπ’ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, «δίκαιος καὶ εὐλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν τοῦ Ἰσραήλ» (Λουκ. β/ 25), καὶ ἡ ἁγία Ἄννα ἡ προφήτιδα, θυγατέρα Φανουήλ, σὲ προχωρημένη ἡλικία καὶ αὐτή. Ήταν στὴν ὑπηρεσία τοῦ ναοῦ ἀπὸ τὴ νεότητά της, ἀπὸ τότε ποὺ χήρευσε. Στὰ χέρια της, ποὺ τόσα χρόνια διακόνησαν τὶς ἀνάγκες τοῦ ναοῦ, κρατεῖ εἰλητάριο μὲ λόγους προφητικούς, ποὺ ἀναφέρονται στὸ πρόσωπο τοῦ προσφερομένου βρέφους Ἰησοῦ. «Τοῦτο τὸ βρέφος, οὐρανὸν καὶ γῆν ἐστερέωσεν».

Ὁ εἰκονογράφος δὲν ἐπιλέγει νὰ ἰσορροπήσει τὴ σύνθεση σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ εἰκονιζόμενα πρόσωπα, παρόλο ποὺ κεντρικὴ θέση ἔχουν κατὰ βάση δυό. Τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, καὶ τοῦ βρέφους, Ἰησοῦ. Τὸ κέντρο τῆς εἰκόνας κατέχει τὸ ἱερό, στηριζόμενο σὲ τέσσερις κολῶνες, στεφανωμένες ἀπὸ μία σινδόνη. Τὸ ἱερὸ μὲ τὴ σινδόνη μοιάζουν νὰ διαιροῦν τὴν εἰκόνα στὰ δυό. Ἄλλωστε τὸ ὅλο συμβὰν τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου ἑνώνει δυὸ σαφέστατα διαφορετικοὺς χώρους. Τὸ χῶρο τῆς Παλαιᾶς μὲ τὴν Καινὴ Διαθήκη. Τῆς προσδοκίας τῶν αἰώνων, μὲ Τὸν Προσδοκώμενο. Τῆς φθορᾶς τοῦ γήρατος καὶ τοῦ θανάτου, μὲ τὴν ἀφθαρσία καὶ τὴ ζωὴ τοῦ βρέφους Ἰησοῦ.

Δὲν σημαίνονται ὅμως μόνο συνθετικὰ οἱ δυὸ κόσμοι ποὺ ἑνοποιοῦνται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ποὺ περιγράφει ἡ εἰκόνα, ἀλλὰ καὶ ὑφολογικὰ ὑποδηλώνεται τὸ διττὸ μήνυμα τῆς ἑορτῆς. Ἡ χαρὰ καὶ ἡ λύπη.

Ἡ χαρὰ ἐκπεφρασμένη ἀπὸ τὸν πρεσβύτη Συμεών. Τὸν γέροντα ποὺ μὲ τρεμάμενα ἀπὸ τὸ βαθὺ γῆρας χέρια, προσδέχεται Αὐτὸν ποὺ ἀνέμενε αἰῶνες ἡ παλαιοδιαθηκικὴ εὐσέβεια, καὶ διψοῦσε ὁ ἰουδαϊκὸς λαός: τὸν λυτρωτὴ τοῦ κόσμου. Τὸν Συμεών, ποὺ ἀξιώνεται νὰ γίνει θεοδόχος! Τὰ πόδια τοῦ λυγίζουν ἀπὸ εὐλάβεια. Τὰ μάτια τοῦ κοιτοῦν μὲ δέος «τὸ σωτήριον φῶς» (Λουκ. Β. 30, 32) τοῦ θεανθρωπίνου Βρέφους. Τὰ χέρια του, σκεπασμένα ἀπὸ συστολὴ καὶ σεβασμὸ μὲ μία ἄκρη τοῦ ἐνδύματός του, γίνονται θρόνος. Θρόνος ὄχι γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦν ἕνα κοινὸ βρέφος, ἀλλὰ γιὰ νὰ κρατήσουν Αὐτὸν ποὺ κρατεῖ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Τὰ χέρια τοῦ πρεσβύτου Συμεών, ποὺ μὲ τόση εὐλάβεια κρατοῦν τὸ θεῖο Βρέφος πάνω ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο τοῦ ναοῦ, θυμίζουν τόσο πολὺ τὴν εἰκόνα τῶν λειτουργῶν ἱερέων ποὺ προβάλλουν ἐνώπιόν μας τὸ θυσιασμένο καὶ ἀναστημένο Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Ὅλες οἱ γραμμὲς τοῦ σώματος τοῦ ἁγίου Συμεών, μαζὶ μὲ τὶς πτυχώσεις τῶν ἐνδυμάτων του τείνουν πρὸς τὸν Κύριο. Λυγίζουν, καὶ μὲ μία καμπυλόγραμμη κίνηση ὑποτυπώνουν τὸ δοχεῖο ποὺ πληρούται ἀπὸ τὸ περιεχόμενό του, ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἐν προκειμένῳ ἀπὸ τὴ θεία Χάρη.

Ἀλλὰ ἂν ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἀνέκφραστη ἀγαλλίαση ἀφοροῦν καὶ ἀποτυπώνονται στὸν πρεσβύτη Συμεών, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἐνσαρκώνει τὸν πόνο καὶ τὴν θλίψη. Πόνο γιατί προσφέρει καὶ ἀποχωρίζεται τὸν Υἱό της. Τὰ χέρια της διατηροῦν μία κίνηση σὰν νὰ κρατοῦν ἀκόμη τὸν Ἰησοῦ Χριστό, σὰν νὰ μὴν θέλουν νὰ Τὸν ἀποχωρισθοῦν. Καὶ ὁ Υἱός της, φαίνεται νὰ ἀνταποκρίνεται στὰ μητρικά της αἰσθήματα. Ἁπλώνει κι αὐτὸς τὸ χέρι του σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ μὴν ἀποχωρισθεῖ τὴν Παναγία μητέρα Του. Μιὰ ἔκφραση τῶν αἰσθημάτων τῆς τελείας ἀνθρωπίνης φύσεώς Του.

Ἀνάμεσα στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ τὸν θεοδόχο Συμεών, ὑψώνεται τὸ ἱερό, τὸ ὁποῖο βρίσκεται στὸ κέντρο τῆς εἰκόνας, σχηματίζοντας ἕνα φράγμα ἀπαγορευτικό. Ἡ Θεομήτωρ στερεῖται τὸν Υἱό της, καὶ ἡ θλίψη τῆς ἐπιτείνεται ἀπὸ τὰ προφητικὰ λόγια τοῦ ἁγίου Συμεὼν «καὶ σοῦ τὴν καρδίαν διελεύσεται ρομφαῖα» (Λουκ. Β. 35). Ἡ Παναγία πλέον ἀρχίζει νὰ στρατεύεται στὸν δρόμο τοῦ σταυροῦ, ποὺ εἶναι τὸ δῶρο τοῦ Υἱοῦ τῆς σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Τὸ δῶρο αὐτὸ ποὺ χαρίζεται καὶ στὴν ἴδια, μὲ μιὰ διπλὴ ἐπίπτωση. Τῆς χαρᾶς, τῆς σωτηρίας καὶ τῆς λυτρώσεως ἀπὸ τὴ μία, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, τῆς θλίψεως τῆς μητρικῆς καρδιᾶς τῆς μπροστὰ στὴν ἄρνηση ἀποδοχῆς ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦ υἱοῦ καὶ Θεοῦ της. Ἄρνηση ποὺ θὰ φθάσει μέχρι τὸν σταυρικὸ θάνατο.

«Ἀνοιγέσθω ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ σήμερον»,ὅπως ψάλλεται καὶ στὸ Δοξαστικὸ τῶν κεκραγαρίων τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Ὑπαπαντῆς, σὲ ἦχο πλ. τοῦ β΄. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ εἰκονογράφος ἱστορεῖ τὰ κτήρια καὶ τὶς στέγες τους νὰ συγκλίνουν σ’ Αὐτὸν ποὺ ἁγιάζει ὁλόκληρη τὴν κτίση.

Αὐτὸν ποὺ εἶναι «φῶς διασκεδάζον τῶν ἀπίστων ἐθνῶν τὴν σκοτόμαιναν, καὶ δόξαν τοῦ νεολέκτου Ἰσραήλ», ὅπως τονίζεται καὶ στὸ ἰδιόμελο τῆς Λιτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς, ποὺ ψάλλεται σὲ ἦχο α΄.

Λυτρωτὴς τόσο τοῦ ἐθνικοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, ὅσο καὶ τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Καὶ τὸ λυτρωτικὸ αὐτὸ μήνυμα ποὺ ἀφορᾶ ὅλο τὸν κόσμο, ὑποδηλώνεται ἀπὸ τὰ δυὸ περιστέρια, τὰ ὁποῖα προσφέρει ὁ Ἰωσὴφ στὸν ναό. Δὲν ἀνταποκρίνονται μόνο στὴν καθορισμένη προσφορά, ἀλλὰ συμβολίζουν καὶ τοὺς δυὸ κόσμους, γιὰ τοὺς ὁποίους προσφέρεται ἡ θυσία τοῦ Κυρίου μας. Τὸν κόσμο τῶν ἐθνικῶν καὶ τῆς εἰδωλολατρίας, καὶ τὸν κόσμο τοῦ εὐεργετηθέντος Ἰσραήλ.

Ἄς προσκυνήσουμε λοιπὸν τὸ ἰστορούμενο γεγονός. Ἃς προσκυνήσουμε τὸν νηπιάσαντα καὶ βρεφοκρατούμενο Σωτῆρα καὶ Λυτρωτή μας.

Η Ευαγγελική περικοπή Κατά Λουκάν (β΄ 22-40)

22 Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ καθαρισμοῦ αὐτῶν κατὰ τὸν νόμον Μωϋσέως, ἀνήγαγον αὐτὸν εἰς ῾Ιεροσόλυμα παραστῆσαι τῷ Κυρίῳ, 23 καθὼς γέγραπται ἐν νόμῳ Κυρίου ὅτι πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται, 24 καὶ τοῦ δοῦναι θυσίαν κατὰ τὸ εἰρημένον ἐν νόμῳ Κυρίου, ζεῦγος τρυγόνων ἢ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν.
25 Καὶ ἰδοὺ ἦν ἄνθρωπος ἐν ῾Ιεροσολύμοις ᾧ ὄνομα Συμεών, καὶ ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος καὶ εὐλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν τοῦ ᾿Ισραήλ, καὶ Πνεῦμα ἦν Ἅγιον ἐπ᾿ αὐτόν· 26 καὶ ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου μὴ ἰδεῖν θάνατον πρὶν ἢ ἴδῃ τὸν Χριστὸν Κυρίου. 27 καὶ ἦλθεν ἐν τῷ Πνεύματι εἰς τὸ ἱερόν· καὶ ἐν τῷ εἰσαγαγεῖν τοὺς γονεῖς τὸ παιδίον ᾿Ιησοῦν τοῦ ποιῆσαι αὐτοὺς κατὰ τὸ εἰθισμένον τοῦ νόμου περὶ αὐτοῦ, 28 καὶ αὐτὸς ἐδέξατο αὐτὸν εἰς τὰς ἀγκάλας αὐτοῦ καὶ εὐλόγησε τὸν Θεὸν καὶ εἶπε·
29 νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ,
30 ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου,
31 ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν.
32 φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου ᾿Ισραήλ.
33 Καὶ ἦν ᾿Ιωσὴφ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ θαυμάζοντες ἐπὶ τοῖς λαλουμένοις περὶ αὐτοῦ. 34 καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς Συμεὼν καὶ εἶπε πρὸς Μαριὰμ τὴν μητέρα αὐτοῦ· ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ ᾿Ισραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον. 35 καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ρομφαία, ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί.
36 Καὶ ἦν Ἄννα προφῆτις, θυγάτηρ Φανουήλ, ἐκ φυλῆς Ἀσήρ· αὕτη προβεβηκυῖα ἐν ἡμέραις πολλαῖς, ζήσασα ἔτη μετὰ ἀνδρὸς ἑπτὰ ἀπὸ τῆς παρθενίας αὐτῆς, 37 καὶ αὐτὴ χήρα ὡς ἐτῶν ὀγδοήκοντα τεσσάρων, ἣ οὐκ ἀφίστατο ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ νηστείαις καὶ δεήσεσι λατρεύουσα νύκτα καὶ ἡμέραν· 38 καὶ αὕτη αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐπιστᾶσα ἀνθωμολογεῖτο τῷ Κυρίῳ καὶ ἐλάλει περὶ αὐτοῦ πᾶσι τοῖς προσδεχομένοις λύτρωσιν ἐν ῾Ιερουσαλήμ. (ευαγγελιστής Λουκάς, κεφάλαιο 2, στίχοι 22-40)

Απόδοση στα νεοελληνικά

Όταν, σύμφωνα με τον μωσαϊκό Νόμο, συμπληρώθηκαν οι μέρες για τον καθαρισμό τους, έφεραν το παιδί στα Ιεροσόλυμα, για να το αφιερώσουν στο Θεό. Σύμφωνα με το νόμο του Κυρίου, αν το πρώτο παιδί που φέρνει στον κόσμο μια γυναίκα είναι αγόρι, πρέπει να θεωρείται αφιερωμένο στον Κύριο. Επίσης θα προσέφεραν θυσία ένα ζευγάρι τρυγόνια ή δύο μικρά περιστέρια, όπως λέει ο νόμος του Κυρίου.
Στα Ιεροσόλυμα βρισκόταν ένας άνθρωπος που τον έλεγαν Συμεών. Ήταν πιστός και ευλαβής, περίμενε τη σωτηρία του Ισραήλ και τον καθοδηγούσε το Άγιο Πνεύμα. Του είχε φανερώσει, λοιπόν, το Άγιο Πνεύμα ότι δε θα πεθάνει προτού να δει το Μεσσία. Τότε το Άγιο Πνεύμα του υπέδειξε να πάει στο ναό. Μόλις οι γονείς έφεραν εκεί το παιδί, τον Ιησού, για να κάνουν γι’ αυτό τα έθιμα του νόμου, τον πήρε στην αγκαλιά του, δόξασε το Θεό και είπε: «Τώρα, Κύριε, μπορείς να αφήσεις το δούλο σου να πεθάνει ειρηνικά, όπως του υποσχέθηκες, γιατί τα μάτια μου είδαν το σωτήρα που ετοίμασες για όλους τους λαούς φως που θα φωτίσει τα έθνη και θα δοξάσει το λαό σου τον Ισραήλ».
Ο Ιωσήφ και η μητέρα του θαύμαζαν όσα λέγονταν γι’ αυτό. Ο Συμεών τους ευλόγησε και είπε στη Μαριάμ, τη μητέρα του Ιησού: «Αυτός θα γίνει αιτία να χαθούν ή να σωθούν πολλοί Ισραηλίτες. Θα είναι σημείο αντιλεγόμενο, για να φανερωθούν οι πραγματικές διαθέσεις πολλών. Όσο για σένα, ο πόνος για το παιδί σου θα διαπεράσει την καρδιά σου σαν δίκοπο μαχαίρι».
Στα Ιεροσόλυμα ζούσε μια γυναίκα που προφήτευε και λεγόταν Άννα, ήταν θυγατέρα του Φανουήλ από τη φυλή Ασήρ. Αυτή ήταν πολύ ηλικιωμένη. Έζησε 7 χρόνια με τον άντρα της μετά το γάμο και τώρα χήρα, ηλικίας 84 χρόνων, δεν έφευγε από το ναό, αλλά λάτρευε το Θεό νύχτα και μέρα με νηστείες και προσευχές. Αυτή παρουσιάστηκε εκείνη την ώρα και δοξολογούσε το Θεό και μιλούσε για το παιδί σε όλους όσοι στην Ιερουσαλήμ περίμεναν τη λύτρωση.

Απολυτίκιο της εορτής. Ἦχος α΄


Χαῖρε κεχαριτωμένη Θεοτόκε Παρθένε· ἐκ σοῦ γὰρ ἀνέτειλεν ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, φωτίζων τοὺς ἐν σκότει. Εὐφραίνου καὶ σὺ Πρεσβύτα δίκαιε, δεξάμενος ἐν ἀγκάλαις τὸν ἐλευθερωτὴν τῶν ψυχῶν ἡμῶν, χαριζόμενος ἡμῖν καὶ τὴν Ἀνάστασιν.

Απόδοση στα νεοελληνικά

Χαίρε Κεχαριτωμένη Θεοτόκε Παρθένε, διότι από σένα ανέτειλε ο Ήλιος της Δικαιοσύνης, ο Χριστός, που είναι Θεός μας, και που φωτίζει αυτούς που βρίσκονται στο σκοτάδι. Να ευφραίνεσαι και εσύ Δίκαιε Γέροντα, που δέχτηκες στην αγκαλιά σου τον ελευθερωτή των ψυχών μας, Αυτόν που μας χαρίζει και την Ανάσταση.