Σκέψεις στα Άγια Θεοφάνεια

Θεοφάνεια

Αυτές τις μέρες πολύ τονίζεται ένα ιδιαίτερο στοιχείο που χάρισε στον κόσμο η φανέρωση του Θεού. Το φως. Παντού, όπου και να κοιτάξεις, στους δρόμους, στις πλατείες, στα σπίτια, υπάρχουν φώτα και στολίζουν την Χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα, τούτων των ημερών.

Σαν φως λοιπόν μοναδικό, φως μέγα, ήλθε ο Κύριος στη γη. Βρήκε τους ανθρώπους σε μια ατμόσφαιρα σκοταδιού. Ο φόβος και η σκιά του θανάτου νέκρωνε κάθε ψυχική διάθεση. Το σκοτάδι της άγνοιας δεν άφηνε να εισδύσει στην αλήθεια το ανθρώπινο πνεύμα. Αληθινά βρισκόταν ο άνθρωπος σε νάρκη. Αδύναμος να ελευθερωθεί από τα δεσμά που του αχρήστευαν τις μεγάλες του πνευματικές ικανότητες.

Αλλά το φως ήλθε. Η αλήθεια αποκαλύφτηκε. Διαλύθηκε το σκοτάδι. Γνωρίζει τα πάντα ο άνθρωπος. «Θεός εφανερώθη εν σαρκί» (Α’ Τιμ. 3:16), μας λέγει ο απόστολος Παύλος  και φάνηκε το πλήρωμα της θεότητας. Τίποτα δε μένει πια κρυφό. Τα μυστικά του Ουρανού στη διάθεση του ανθρώπου. Ό,τι επιθυμεί να μάθει, ό,τι του είναι απαραίτητο, για ν’ αντιμετωπίσει το κακό και την αμαρτία, είναι στη διάθεσή του πλέον.

Αυτή την πραγματικότητα την ψάλλει και την προβάλλει με χίλιους τρόπους η Εκκλησία μας. Τη χαίρεται και την πανηγυρίζει με την πλούσια ποίηση των ύμνων τής δίνει αφορμή να την αντιληφτούμε και να την χαρούμε όλοι μας.

Μέσα λοιπόν στην πανηγυρική ατμόσφαιρα αυτών των ημερών θα έπρεπε να σκεφτούμε ποια θέση έχουμε εμείς, οι σημερινοί Χριστιανοί.

 Ο καθένας από μας νιώθουμε την ευεργεσία της φανερώσεως του Κυρίου; Χαιρόμαστε για το φως που χύθηκε άπλετο και μας αποκάλυψε την αλήθεια για ό,τι απορούμε και ό,τι μας απασχολεί;

Γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να νομίζουμε πως όλος αυτός ο πανηγυρισμός και η χαρά για το φως που φάνηκε, αφορά εκείνη την εποχή. Τους ειδωλολάτρες της εποχής του Χριστού μόνο. Στους τότε «καθημένους εν χώρα και σκιά θανάτου» (όπως μας λένε  οι ύμνοι των ημερών). Και εμείς σήμερα τι κάνουμε;  μένουμε ξένοι; Ξένοι και αμέτοχοι σ’ όλη αυτή την εορταστική θριαμβολογία;

Διαπιστώνουμε ιστορικά πως έγινε αυτή η φωτοχυσία, αλλά πέρα απ’ αυτό καμιά άλλη συγκίνηση. Κανένα άλλο ενδιαφέρον. Νομίζουμε ότι δεν αφορά τη δική μας ζωή, το εξαίρετο τούτο γεγονός.

Ίσως να πει κανένας πως μια τέτοια κρίση είναι αυθαίρετη, άδικη και  υπερβολική. Ας κοιτάξουμε όμως την πραγματικότητα. Πόσοι εκκλησιάστηκαν αυτές τις ημέρες των εορτών και ιδιαίτερα σήμερα των Θεοφανείων; Και όσοι είμαστε στους ιερούς μας ναούς νιώσαμε το αίσθημα της ευγνωμοσύνης σαν λυτρωμένοι;  Αυτό θα ήταν ένα δείγμα, για να διαπιστώσουμε πως έχει ζωτική για μάς σημασία η παρουσία του Κυρίου και του Ευαγγελίου Του στη ζωή μας.

Πολλά, να μου επιτραπεί ο όρος,  τα είδωλα και στον καιρό μας που ελκύουν και τραβάνε μακριά από το Χριστό και την Εκκλησία Του το σύγχρονο άνθρωπο. Μπορεί στην ουσία να πρόκειται για απλές συνήθειες. Για απλά ενδιαφέροντα. Αυτά καθ’ εαυτά ίσως  δεν είναι ούτε αντιχριστιανικά, ούτε αμαρτωλά. Όταν όμως αυτά τα μικρά και ασήμαντα γίνονται αφορμή να απομακρύνεται κανείς από την Εκκλησία και το Χριστό, καταντούν είδωλα.

Όσο πιο μικρά, τόσο πιο ευτελή και ψεύτικα είναι. Το κυνήγι, το ψάρεμα, η εκδρομή, η ορειβασία, ο αθλητισμός, και η κοινωνική αναστροφή και διαπαιδαγώγηση είναι όμορφες απασχολήσεις και ωφέλιμες. Απαραίτητες μάλιστα ορισμένες. Εντούτοις αυτά τα ενδιαφέροντα, αυτές οι μέριμνες γίνονται αιτία ν’ απομακρύνεται κανένας από τη λατρεία και επομένως από τη χάρη του Θεού.

Γιατί είναι περίεργο. Μερικοί μόνο τις ώρες του εκκλησιασμού βρίσκουν κατάλληλες γι’ αυτές τις απασχολήσεις. Μπροστά στο δίλημμα να πάνε στο Ναό ή ν’ ασχοληθούν μ’ αυτό που τους αρέσει, με την αδυναμία ή το πάθος τους, προτιμούν το δεύτερο. Πρώτα η ικανοποίηση των διαφόρων αυτών αναγκών και ενδιαφερόντων και έπειτα η εξέταση του τι ζητάει ο Θεός. Τελευταίο μέλημα η καταφυγή στην αγάπη Του, η επικοινωνία μαζί Του, η λατρεία Του.  Αλλά ο ίδιος ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός μας λέγει ότι: «Ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος», δηλαδή,  όχι μόνο με το ψωμί ζει ο άνθρωπος».

Μη μας φαίνεται λοιπόν βαρύ ή περίεργο, αν χαρακτηρίζεται σαν περιφρόνηση του Θεού αυτή μας η τακτική.

Αλλά και κάτι άλλο. Η αλήθεια αποκαλύφτηκε. Η χάρης του Κυρίου μάς δόθηκε. Και όμως. Προκειμένου να δώσουμε μια απάντηση στα προβλήματα που απασχολούν την ανθρώπινη ψυχή, δεν τη δεχόμαστε. Ψάχνουμε να βρούμε μια απάντηση που να μας ταιριάζει. Να δικαιολογεί τις αδυναμίες μας και τις αμαρτωλές μας διαθέσεις.

Ίσως η δικαιοσύνη του Θεού μας φοβίζει. Την αμφισβητούμε αντιπαραβάλλοντας την δήθεν αγάπη. Αλλά με μια αγάπη ψεύτικη και αρρωστημένη. Γιατί δυστυχώς είναι σκληρή η ύπαρξη της Κολάσεως. Αντί για τη θεία Κρίση προσπαθούμε να βρούμε μιαν άλλη, επιεικέστερη δήθεν θεωρία.

Ό,τι απαιτεί αγώνα και θυσία δε μας αρέσει. Προσπαθούμε να κλονίσουμε καθετί που αντιτίθεται στις επιθυμίες μας. Ζητούμε να μην υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στο θέλημά μας το αμαρτωλό και στη λύση των διαφόρων προβλημάτων. Αντί να δεχτούμε την πραγματικότητα καθώς είναι, επιζητούμε να βρούμε ερμηνείες και λύσεις σύμφωνα με την επιθυμία μας.

Ενώ σ’ όλα μας τα ερωτηματικά δίνει απάντηση ο Χριστός και ο λόγος Του, επιστρατεύουμε θεωρίες και συστήματα φιλοσοφικά, για να θεμελιώσουμε και οικοδομήσουμε αυτό που μας συμφέρει. Και στα μεγάλα προβλήματα δεν αρκεί σε πολλούς η θεία Αποκάλυψη. Ψάχνουν να βρουν απάντηση οπουδήποτε αλλού. Στις ποικίλες μορφές της φιλοσοφικής σκέψεως, σ’ οποιαδήποτε ιδεολογία έξω από την χριστιανική. Με επίμονη προκατάληψη θέλουν να βρουν ό,τι διάφορο ή αντίθετο απ’ αυτήν. Ξεκινούν από τη σκέψη πως ο Χριστιανισμός έχει απαρχαιωμένη ιδεολογία, ότι πάλιωσε.

Το ίδιο και με την πρακτική, με την ηθικότητα της ζωής. Αμφισβητούν πολλοί την αξία των θέσεων και αρχών που θέτει ο Χριστιανισμός. Θέλουν να θεμελιώσουν την ατομική και την κοινωνική ζωή σε αρχές και ιδέες ξένες προς τη χριστιανική ηθική. Με σκέψη καθαρά υλιστική και ορθολογιστική αντικρούουν κάθε αρχή και κάθε δεσμό που έχει τη βάση του στη θρησκεία του Σταυρού και στη διδασκαλία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

Οδυνηρό είναι το αποτέλεσμα. Γιατί η αντίθεση σ’ αυτό το θέλημα του Θεού είναι η αμαρτία. Και η αμαρτία έχει τις συνέπειές της. Έχει το άγχος, την πικρία, την οδύνη και το αδιέξοδο. «Πάσα παράβασις και παρακοή –λέγει ο Απόστολος Παύλος– έλαβεν ένδικον μισθαποδοσίαν» (Εβρ. 2:2 ), δηλαδή  κάθε παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβε δικαίαν ἀνταπόδοσιν.  Και «τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. 6:23), δηλαδή ὁ μισθὸς ποὺ θα πληρώσομε για την ἁμαρτία είναι ο θάνατος, πνευματικός θάνατος, όχι ο σωματικός, που ούτως ή άλλως θα περάσομε όλοι μας από αυτό το στάδιο.

Περιφρονώντας, έτσι αδελφοί μου, και αντικρούοντας τη μοναδική ηθική που του ταιριάζει, γιατί είναι από το Δημιουργό Του νομοθετημένη, ο άνθρωπος καταλήγει σε ένα διαρκή πόνο.

Όσο ο άνθρωπος παραμένει εγκλωβισμένος στο σκοτάδι της αμαρτίας και των προσωπικών του παθών, είναι αδύνατο να προσεγγίσει και να κατανοήσει τον Θεό. Χρειάζεται επομένως η μετάνοια, η αλλαγή δηλαδή του τρόπου με τον οποίο σκεπτόμαστε και στη συνέχεια η εξομολόγηση και η συγγνώμη.

Δεν είναι τυχαίο που ο Χριστός μετά την Βάπτισή Του στον Ιορδάνη άρχισε το δημόσιο κήρυγμά Του, χρησιμοποίησε τα ίδια ακριβώς λόγια του Ιωάννη του Βαπτιστή: “Μετανοείτε, ήγγικεν γαρ η Βασιλεία των Ουρανών”.

Μέσα πάλι από τα Ευαγγέλια βλέπουμε ότι ενώ δεν κατέκρινε τον αμαρτωλό, έδινε προτεραιότητα στη μετάνοια, στην επιστροφή του ανθρώπου κοντά στον Θεό, στην απαλλαγή του από την αμαρτία, στην πνευματική του μεταστροφή και μεταμόρφωση. Αλλά και κατά την Ανάληψή Του, λέει στους αγίους Αποστόλους να κηρύξουν την μετάνοια σε όλα τα έθνη.

Την ίδια προτροπή κάνει διαχρονικά σε όλους μας, σε όσους επιθυμούν ειλικρινά να Τον ακολουθήσουν, να Τον ενστερνιστούν, να Τον συμπεριλάβουν στη ζωή τους, να γίνουν μέτοχοι του σώματός Του και κοινωνοί της ζωοποιού χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Ο ρόλος μας δεν είναι να παραμείνουμε απλοί θεατές του θαύματος, αλλά μέτοχοι του Βαπτίσματος, του Σταυρού και της Αναστάσεώς Του. Να αφήσουμε σε δεύτερη μοίρα τα βιοτικά, χωρίς βέβαια να σταματήσουμε να ασχολούμαστε με τα απαραίτητα, αλλά και χωρίς να τα θεωρούμε ως το βασικό σκοπό της ύπαρξής μας.

Να βάλουμε “αρχή μετανοίας” στη ζωή μας, και να αναζητήσουμε στην καθημερινότητά μας την παρουσία Του και την ευλογία Του, που έχει τη δύναμη να μεταμορφώσει τη ζωή μας. Τότε μόνον θα έχουν αξία οι εορτές του Αγίου Δωδεκαημέρου, που ξεκινούν από τα Χριστούγεννα και τελειώνουν σήμερα, όταν έστω και λίγο αγγίξουν την ψυχή μας, όταν για την αγάπη του Θεού αποφασίσουμε να αναγεννηθούμε πνευματικά, όταν από αδιάφοροι θεατές γίνουμε γνήσιοι μαθητές του Χριστού.  

Γιατί το φως υπάρχει. «Το φως εφάνη». Το θέμα είναι μόνο αν θελήσει ο καθένας μας να το πλησιάσει και να το χαρεί. Αμήν.