Μεγάλος Κανόνας




«Ψυχή μου, Ψυχή μου, ανάστα τι καθεύδεις; Το τέλος εγγίζει και μέλλεις θορυβείσθαι· ανάνηψον ουν, ίνα φείσηται σου Χριστός ο Θεός, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών».
 
Μπορούμε να περιγράψουμε το κανόνα αυτό σαν ένα θρήνο μετάνοιας που μας μεταφέρει στο βάθος και στο πεδίο δράσης της αμαρτίας, κλονίζοντας τη ψυχή μας με την απόγνωση, τη μετάνοια και την ελπίδα.
Την Πέμπτη εβδομάδα των Νηστειών οι ακολουθίες είναι μακρότερες και στη συνήθη ακολουθία των λοιπών εβδομάδων προστίθενται δυο νέες μεγάλες ακολουθίες: Την Πέμπτη ο Μεγάλος Κανόνας και το Σάββατο ο Ακάθιστος Ύμνος.

Πότε όμως ψάλλεται ο Μεγάλος Κανόνας;
Ο Μεγάλος Κανόνας ψάλλεται τμηματικά στα απόδειπνα των τεσσάρων πρώτων ημερών της Α’ Εβδομάδας των Νηστειών και ολόκληρος στην ακολουθία του Όρθρου της Πέμπτης της Ε’ εβδομάδας. Στις ενορίες, ωστόσο, ψάλλεται και ανεξάρτητα από τον όρθρο, ως μικρή αγρυπνία, το βράδυ της Τετάρτης μαζί με την ακολουθία του μικρού αποδείπνου.

Γιατί ονομάζεται «Μεγάλος»;
Ο Μεγάλος Κανόνας στην μορφή του έχει μια χαρακτηριστική ιδιορρυθμία. Η ιδιορρυθμία του συνίσταται στο ότι συγκρινόμενος προς τους άλλους ομοίους του κανόνες, είναι «μέγας». Και τούτο γιατί ο ποιητής θέλησε να συνθέσει όχι τρία ή τέσσερα τροπάρια για την κάθε ωδή, όπως συνήθως έχουν οι άλλοι κανόνες, αλλά πολύ περισσότερα: τόσα, όσα είναι και όλοι οι στίχοι των ωδών, έτσι ώστε στον καθένα στίχο να αντιστοιχεί και να παρεμβάλλεται κατά την ψαλμωδία από ένα τροπάριο. 250 είναι οι στίχοι των ωδών, 250 και τα τροπάρια του Μ. Κανόνα, ενώ οι συνήθης κανόνες έχουν γύρω στα 30. Σήμερα τα τροπάρια του Μ. Κανόνα είναι κατά 30 περίπου περισσότερα από τα αρχικά γιατί οι μεταγενέστεροι υμνογράφοι πρόσθεσαν τροπάρια για την οσία Μαρία την Αιγυπτία και για τον ίδιο τον Ανδρέα.

Ποιός είναι  ο ποιητής – δημιουργός του Μεγάλου Κανόνα;

Τον Μεγάλο Κανόνα συνέθεσε ο άγιος Ανδρέας ο Ιεροσολυμίτης. Γεννήθηκε στη Δαμασκό το 660 μ. Χ. από ευσεβείς γονείς. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών η αγάπη του τον φέρνει στα Ιεροσόλυμα όπου οι γονείς του τον αφιερώνουν στον Ναό της Αναστάσεως. Στα Ιεροσόλυμα απόκτησε μεγάλη παιδεία, την «θύραθεν» και τη θεολογική. Αν και το έργο του έγινε στην Κωνσταντινούπολη και την Κρήτη φέρει τον τίτλο του «Ιεροσολυμίτη» επειδή πέρασε από την αγία πόλη. Μοναχός της Μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα έγινε γραμματέας του Πατριάρχη Θεόδωρου. Το 685 ήλθε στην Κωνσταντινούπολη για εκκλησιαστική αποστολή. Εκεί παρέμεινε για είκοσι χρόνια και ανέλαβε διάφορες εκκλησιαστικές θέσεις και τέλος γύρω στο 711 ή 712 εκλέγεται αρχιεπίσκοπος Κρήτης.
Στη Κρήτη συμμετέχει στις ταλαιπωρίες του ποιμνίου του που οφείλονταν στις Αραβικές επιδρομές. Εμψυχώνει το λαό στις θλίψεις και προσεύχεται για τη σωτηρία του. Με τις προσευχές του σταματά τη μεγάλη ανομβρία και σταματά τη μάστιγα της πείνας. Ιδρύει μεγάλο «Ξενώνα» στον οποίο περιθάλπονται οι γέροντες και οι άρρωστοι, φιλοξενούνται οι ξένοι και οι φτωχοί διακονώντας ο ίδιος. «Ο ίδιος  υπηρετούσε τους ασθενείς, καθάριζε τις πληγές τους και τα τραύματα τους. Σ’ αυτό το σημείο τον οδηγούσε η αγάπη του πρός τον Θεό και τον πλησίον» σημειώνει ο βιογράφος του.
Ο άγιος Ανδρέα ο Κρήτης είχε μεγάλη ευλάβεια και ιδιαίτερη αγάπη πρός την Παναγία. Αφιέρωσε πλήθος ύμνων και εγκωμιαστικών λόγων στις εορτές της. Έκτισε δε μεγαλοπρεπή ναό προς τιμήν της Θεοτόκου που τον ονόμασε «Βλαχέρνες».
Πέθανε στις 4 Ιουλίου 740 στην Ερεσό της Λέσβου, επιστρέφοντας στην Κρήτη μετά από ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη. Στην παραλία της Ερεσού τιμάται μέχρι σήμερα ο τάφος του, που βρίσκεται πίσω από το άγιο βήμα της ερειπωμένης βασιλικής της Αγίας μάρτυρος Αναστασίας, όπου κατά τους βιογράφους του είχε ταφεί.
Ο Ανδρέας ήταν λόγιος κληρικός, εκκλησιαστικός ρήτορας και υμνογράφος. Η φιλολογική και υμνογραφική του παραγωγή είναι αξιόλογη Οι λόγοι του είναι κυρίως εγκωμιαστικοί. Σώζονται ομιλίες στις Θεομητορικές και Δεσποτικές εορτές και σε διαφόρους αγίους. Στις ομιλίες του φαίνεται η ρητορική του τέχνη, η άριστη γνώση της αττικής γλώσσας, η βαθιά γνώση της βίβλου, ιδιαίτερα της Π.Δ που ερμηνεύει αλληγορικά. Χαρακτηρίζεται ως ο καλύτερος εκκλησιαστικός ρήτορας της Βυζαντινής εποχής.
Το υμνογραφικό του έργο είναι πλουσιότερο των ρητορικών του λόγων. Εφεύρε το είδος των Κανόνων που ψάλλονται μέχρι σήμερα και διακρίνονται για την σαφήνεια και το διδακτικό τους χαρακτήρα. Το σπουδαιότερο όμως υμνογραφικό του έργο είναι ο Μ. Κανόνας. Τον έγραψε, όπως φαίνεται από διάφορες ενδείξεις, περί το τέλος της ζωής του, κατά δε την μαρτυρία ενός συναξαρίου, στην Ερεσό, λίγο πριν πεθάνει.
Ποιο είναι το περιεχόμενο του Μεγάλου Κανόνα;
Ο Μεγάλος Κανόνας παρουσιάζει το τραγικό γεγονός της πτώσεως του ανθρωπίνου γένους που κατάστρεψε τη δυνατότητα της κοινωνίας του με τον Θεό. Στον Μεγάλο Κανόνα ο ποιητής θεωρεί και βιώνει το γεγονός της πτώσεως προσωπικά. Με την καθημερινή αμαρτία του ταυτίζεται με τον πρωτόπλαστο Αδάμ του οποίου γίνεται μιμητής. Η ψυχή του ακολουθεί τη πορεία της Εύας. «Αλίμονο, ταλαίπωρη ψυχή. Γιατί μιμήθηκες την πρώτη Εύα; Κοίταξες πονηρά και πληγώθηκες πικρά». Ο άγιος αναφέρεται στην ύπαρξη που κληρονομήσαμε μετά τη πτώση που συνδέεται με τη φθορά και το θάνατο. Με τους πρωτόπλαστους έχουμε οντολογική αλληλεγύη. Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας και η ομολογία της σφραγίζει ολόκληρο τον Μ. Κανόνα.
Ο ποιητής γράφει σαν βρίσκεται στο τέλος της ζωής του. Αισθάνεται ότι οι ημέρες του είναι πια λίγες, ο βίος του έχει περάσει. Αναλογίζεται τον θάνατο και την κρίση του δίκαιου κριτή, που τον αναμένει. Και έρχεται να κάνει μια αναδρομή, μια ανασκόπηση του πνευματικού του κόσμου. Κάθεται να συζητήσει με τη ψυχή του. Ο απολογισμός όμως δεν είναι ενθαρρυντικός. Ο βαρύς κλοιός της αμαρτίας στον συμπνίγει. Η συνείδηση τον ελέγχει. Και ο ποιητής θρηνεί διαρκώς για την άβυσσο των κακών τους πράξεων. Στον θρήνο αυτό συμπλέκεται η αναδρομή στην Αγία Γραφή.
Αυτό κυρίως δίνει την μεγάλη έκταση στο ποίημα. Ο σύνδεσμος όμως του θρήνου με την Γραφή είναι πολύ φυσικός. Σαν άνθρωπος του Θεού ο ποιητής, ανοίγει το βιβλίο του Θεού για να αξιολογήσει τα πεπραγμένα του. Εξετάζει ένα προς ένα τα παραδείγματα του ιερού βιβλίου. Στις οκτώ πρώτες ωδές παίρνει τα παραδείγματα του από τη Παλαιά Διαθήκη.
Στη εννάτη ωδή από την Καινή Διαθήκη. Το αποτέλεσμα της συγκρίσεως είναι κάθε φορά τρομερό και αιτία νέων θρήνων. Έχει μιμηθεί όλες τις κακές πράξεις όλων των ηρώων της ιεράς ιστορίας, όχι όμως και τις καλές πράξεις των αγίων. Δεν του μένει παρά η μετάνοια, η συντριβή και η καταφυγή στο έλεος του Θεού. Και εδώ ανοίγει η αισιόδοξη προοπτική του ποιητή. Βρήκε την πόρτα του παραδείσου, την μετάνοια. Καρπούς μετανοίας δεν έχει να παρουσιάσει· προσφέρει όμως στον Θεό τη συντετριμμένη του καρδιά και την πνευματική του φτώχια.
Τα βιβλικά παραδείγματα του Δαυίδ, του προφήτη Ιερεμία, των βασιλέων Μανασσή και Εζεκία από την Π. Δ και του Πέτρου, της Μάρθας και της Μαρίας, της Χαναναίας, του τελώνη, της πόρνης και του ληστή τον ενθαρρύνουν. Πολλές φορές επανέρχεται χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της μετάνοιας της πόρνης και παρακαλεί τον Κύριο να δεχθεί τα δικά του δάκρυα όπως δέχθηκε και τα δικά της και να του συγχωρήσει τις αμαρτίες του. Ο κριτής θα ευσπλαχνισθεί και αυτόν που αμάρτησε αλλά μετανόησε πραγματικά.
Το έργο και ο σκοπός του Μεγάλου Κανόνα είναι να ξεσκεπάσει την αμαρτία και έτσι να μας οδηγήσει στη μετάνοια. 
Ο άγιος Ανδρέας ομιλεί σε πρώτο πρόσωπο. Περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα την ψυχική του κατάσταση. Αποδίδει στον εαυτό του ειδεχθή εγκλήματα και βαρύτατα αμαρτήματα. Διερμηνεύει άραγε την προσωπική του κατάσταση και τον τρόπο που έζησε ή για λόγους διδακτικούς περιγράφει την κατάσταση γενικά του ανθρώπου της αμαρτίας; Ασφαλώς θα πρέπει να δεχτούμε το δεύτερο.
 Ο άγιος Ανδρέας αφιερώθηκε στον Θεό απ᾿ τα νεανικά του χρόνια. Ολόκληρη η ζωή του αναλώθηκε στη διακονία της Εκκλησίας. Επομένως αποκλείεται να έζησε μιά κάποια περίοδο της ζωής του σε αποστασία από το θέλημα του Θεού και υποταγμένος στην αμαρτία. Απλώς με την ελευθερία που έχει ως ποιητής και την ταπείνωση που τον διακρίνει μας παρουσιάζει τον άνθρωπο τον υποδουλωμένο στην αμαρτία σ᾿ όλο το βάθος και την έκταση της διαφθοράς του και ακόμη την εναγώνια προσπάθειά του να επιστρέψει μέσα απ᾿ το επίπονο μονοπάτι της μετανοίας κοντά στον Θεό. Και το κάνει χρησιμοποιώντας στον λόγο του πρώτο πρόσωπο και μιλώντας σαν να πρόκειται για τον ίδιο τον εαυτό του.
Εξετάζοντας όλα τα παραπάνω καλούμαστε να πάρουμε την μεγάλη απόφαση. Ο Χριστὸς μας καλεί, τώρα στό τέλος της νηστείας, όχι απλά να βιώσουμε και να δούμε, αλλά να συσταυρωθούμε και να συναναστηθούμε με αυτὸν κατὰ το τροπάριο της Μεγάλης Δευτέρας.
Πολλοὶ απὸ εμάς έχουν προσέλθει ήδη στο μυστήριο της εξομολόγησης και νιώθουν τακτοποιημένοι. Γνωρίζουν όμως οι ίδιοι αν φέρουν μέσα τους δείγματα αλλαγής και πνεύμα μετανοίας; Είναι εντάξει με την συνείδησή τους; Ομοιάζουν στον καινούριο εν Χριστώ άνθρωπο; Ας εξετάσει ο καθένας μας τον εαυτό του και ας τον ελέγξει και ας ζητήσει απὸ τον Θεὸ με πνεύμα γνήσιας και όχι εξωτερικής μετάνοιας να τον ελεήσει. Άλλοι πάλι δεν προσήλθαν στην εξομολόγηση, είτε απὸ φόβο ή αδιαφορία ή απὸ άγνοια. Ας  προσέλθουμε λοιπόν όλοι στο λουτρὸ των δακρύων, στο δρόμο της μετάνοιας.
Η Εκκλησία μας μάς καλεί να κερδίσουμε το μεγάλο στοίχημα. Την εν Χριστώ ανακαίνιση μας. Μπορούμε και δυνάμεθα. Και τότε αξίως ας προσέλθουμε στο δεσποτικὸ δείπνο κεκαθαρμέναις διανοίαις την αγία νύχτα της αναστάσεως.
Καλό υπόλοιπο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής