Κυριακή του Τυφλού και των Αγίων Μεγάλων Βασιλέων και Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και της μητρός του Ελένης

Η ευαγγελική περικοπή με το χωρίο «ποιός αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του ώστε να γεννηθεί τυφλός;», θέτει ασφαλώς το πρόβλημα της κατανόησης της αμαρτίας, ως ενός γενικού φαινομένου με όλες τις συνέπειες επί της φύσεως και της ιστορίας και της προσωπικής αμαρτίας με τις επιπτώσεις στην ατομική μας ζωή.

Είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος πάντα θέλει να ερμηνεύει τα φαινόμενα γύρω του. Ζητά «λογικές εξηγήσεις» για το καθετί. Έτσι, έχει ανάγκη μιας λογικής ερμηνείας για την αμαρτία, την ασθένεια και το θάνατο. Υπάρχει άραγε κάποια σχέση μεταξύ αυτών; Όπως η γέννηση και το καλό αποτελούν ένα μεγάλο αγαθό για τη ζωή του ανθρώπου, όμοια η αμαρτία και ο θάνατος αγγίζουν το βαθύ μυστήριο της ιστορίας. Και πολλές φορές αυτό το μυστήριο δεν επιδέχεται καμιά ερμηνεία. Παραμένει ένα ανεξήγητο μυστήριο. Το μόνο που μπορούμε να προσεγγίσουμε είναι μια λογική ερμηνεία των συνεπειών για τη ζωή.

Γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε τήν απάντηση του Κυρίου στο επίμονο ερώτημα των μαθητών και του λαού για την αιτία της ασθένειας του τυφλού. Όλοι πίστευαν πως πίσω από την ασθένεια αυτή κρύβεται κάποιο βαρύ αμάρτημα, του ιδίου ή των γονέων του. Επειδή, όμως, γεννήθηκε τυφλός πρέπει το αμάρτημα να σχετίζεται με τους γονείς του. Ο κόσμος ζητά πάντα κάποια καταδίκη. Μόνο έτσι ικανοποιείται το κοινό αίσθημα της δικαιοσύνης. Αλλά αυτό είναι μια νομική ερμηνεία των πραγμάτων της ζωής και της σχέσεως του άνθρωπου με το Θεό.

Η απάντηση του Ιησού Χριστού αιφνιδιάζει τους πάντες· «ούτε αυτός αμάρτησε, ούτε οι γονείς του». Απενοχοποιεί τους πάντες και καλεί τους ανθρώπους να μην είναι αρνητικοί στις κρίσεις τους για τους άλλους, επιρρίπτοντας πάντοτε ευθύνες κι εκεί που δεν υπάρχουν.

Το συγκλονιστικό είναι στη συνέχεια της απάντησης του Ιησού: η περίπτωση του τυφλού θα αποδείξει το μέγεθος της αγάπης του Θεού· «αλλά για να φανερωθούν, λέει, τα έργα του Θεού σ’ αυτόν». Και ασφαλώς τα «έργα του Θεού» και η αγάπη του Θεού δεν φανερώνονται με την ασθένεια και τη μακροχρόνια ταλαιπωρία του τυφλού -αυτά είναι ιστορι­κά δεδομένα, έτσι εξάλλου γεννήθηκε από τη μάνα του- αλλά με την άγαπητική παρέμβαση του Χριστού και με τη θεραπεία. Τα «έργα του Θεού» αγ.  φανερώνονται με το γεγονός του θαύματος. Καλούμαστε, λοιπόν, να δούμε τη ζωή πέρα από τους λογικούς συσχετισμούς των αιτίων και των αποτελεσμάτων. Ασφαλώς, η ασθένεια και ο θάνατος κρύβουν το μυστήριο της οδύνης των ανθρώπων. Αλλά πρέπει να δούμε τη ζωή και τους ανθρώπους πέρα από τη λογική του κακού και της αμαρτίας, μέσα στη λογική της αγάπης του Θεού και του θαύματος. Φαίνεται πως είμαστε ανυποψίαστοι προς αυτή την κατεύθυνση, της λειτουργίας του θαύματος στη ζωή μας.

Η κατάληξη αγ. της σημερινής ευαγγελικής περικοπής είναι ότι ο τυφλός, τελικά, διά του θαύματος του Κυρίου «ανέβλεψεν». Αλλά για τον Ευαγγελιστή δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία η σωματική τύφλωση, όσο η πνευματική τυφλότητα. Ο εκ γενετής τυφλός, αν και υστερούσε στη σωματική όραση, ήταν ο μόνος από όλους που μπόρεσε να δει με τα μάτια της ψυχής του το αληθινό πρόσωπο του Ιησού, ως Μεσσία και Λυτρωτή. Ο τυφλός είδε καλύτερα και σωστότερα από τους βλέποντες. Στο πρόσωπο του εκπληρώθηκε εκείνο το θαυμαστό, «μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες».

Οι Γραμματείς και Φαρισαίοι, οι άνθρωποι αυτοί που προβάλλονται ως «τύποι» θρησκευτικής συνέπειας, δεν αντιλαμβάνονται τίποτε από αυτό που συντελείται στη περίπτωση του εκ γενετής τυφλού. Είναι πέρα για πέρα ανυποψίαστοι για το συντελούμενο θαύμα. Αυτό μόνο που τους ενδιαφέρει είναι αν καταλύθηκε η αργία του Σαββάτου με τη θεραπεία του τυφλού. Εμμένουν σε σχολαστικές αναζητήσεις, στη λογική της ερμηνείας του φαινομένου και σε εξηγήσεις τού «τί» και τού «πώς», ως αποδεικτικά στοιχεία αυτού που οι ίδιοι δεν κατανοούν. Ζουν, με άλλα λόγια, σε μια πνευματική τυφλότητα.

Έτσι στη σημερινή ευαγγελική περικοπή γίνεται μια ενδιαφέρουσα πρόσκληση για μια διαφορετική αντιμετώπιση της σωματικής στέρησης, της ασθένειας και της αμαρτίας. Σωματική ασθένεια δεν σημαίνει και αμαρτωλότητα. Όπως και αρτιμέλεια και σωματική ευρωστία δεν σημαίνει απαραίτητα και υγιή άνθρωπο ή ποιότητα ζωής. Αυτή είναι μια κοσμική αντιμετώπιση των πραγμάτων. Στον πνευματικό χώρο υπάρχει μια άλλη λογική, εκείνη του θαύματος. Ο σωστός υγιής άνθρωπος έχει μια άλλη θέαση του κόσμου και της ζωής. Βλέπει τη ζωή και τα ανθρώπινα πράγματα να βρίσκουν την πληρότητά τους μόνο στη λειτουργία της αγάπης, στην αποδοχή της χάριτος και στο γεγονός του θαύματος. Αν το θαύμα εξοστρακισθεί από τη ζωή μας, τότε όλα είναι σκοτεινά, είμαστε από εκείνους που έχουν μάτια αλλά δεν βλέπουν και αυτιά που δεν ακούνε.

Αλλά σήμερα αγ. αδ.. εορτάζομε και δύο μεγάλους αγίους της ορθοδοξίας μας. Τους Μεγάλους Βασιλείς και ισαποστόλους Κωνσταντίνο και της μητρός αυτού Ελένης.

Ἠ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας προσέδωσε στόν ἅγιο Κωνσταντῖνο τήν προσωνυμία, τό ἐπίθετο «Μέγας». Σέ ἐλάχιστες μόνο περιπτώσεις ἡ Ἐκκλησία δίνει αὐτό τόν τίτλο. Στό σύνολο τῶν ἁγίων, δέν ὑπάρχουν πολλοί μέ τό ἐπίθετο «Μέγας». Εἶναι μόλις οκτώ τόν ἀριθμό.

Μέγας Βασίλειος, Μέγας Ἀντώνιος, Μέγας Ἀθανάσιος, Μέγας Εὐθύμιος, Μέγας Ἰωαννίκιος, Μέγας Φώτιος, Μέγας Ἰλαρίων καί ὁ σήμερον ἑορτάζων Μέγας Κωνσταντῖνος. Γιατί, ὅμως, ἡ Ἐκκλησία μας χαρακτήρισε τόν ἅγιο Κωνσταντῖνο «Μεγάλο»; Ποιά εἶναι ἡ προσφορά τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου πρός τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δικαιολογεῖ τόν τίτλο «Μέγας»;

1ον ) Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ὑπῆρξε ὁ πρῶτος Χριστιανός αὐτοκράτορας.

2ον ) Τοῦ ἀποκαλύφθηκε τό σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, μέ τό ὁποῖο νικοῦσε ὅλους τούς ἐχθρούς. «θυμάστε το Ἐν τούτῳ νίκα».

3ον ) Παραμέρισε καί κατέρριψε τήν πλάνη τῆς εἰδωλολατρείας, ἐνῶ ἀνέδειξε τόν Χριστιανισμό.

4ον ) Ἐξέδωσε τό περίφημο «Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων» τό 313 μ.Χ.

Στήν προοδευτική στροφή τοῦ Μ. Κωνσταντίνου πρός τόν Χριστιανισμό, μέχρις ὅτου καταλήξει προστάτης καί εὐεργέτης τῆς Ἐκκλησίας καί καταστήσει τόν Χριστιανισμό ἐπίσημη θρησκεία τῆς μεγάλης ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, μέχρις ὅτου δηλ. θεμελιώσει τό πρῶτο στήν ἱστορία χριστιανικό κράτος, σημαντικό σταθμό σ᾽ αὐτήν τήν πορεία ἀπετέλεσε τό λεγόμενο «Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων». Τό «Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων» θεράπευσε τήν ἄνιση μεταχείριση τῶν Χριστιανῶν, σέ σχέση μέ τούς ὀπαδούς τῶν ἄλλων θρησκειῶν. Και διαχρονικά άνοιξαν τόν δρόμο  γιά τήν πλήρη ἐκχριστιάνιση τῆς Εὐρώπης, ἡ ὁποία τώρα δυστυχῶς ἔχει σχεδόν ἀποχριστιανισθεῖ.

5ον ) Συνεκάλεσε τήν Α΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας τό 325 μ.Χ., ἡ ὁποία καταδίκασε καί ἀναθεμάτισε τήν αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ καί τόν πρωτομάχο καί θεομάχο Ἄρειο, ὁ ὁποῖος πρέσβευε ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι Θεός, ἀλλά κτίσμα. Ἡ Σύνοδος ἀνακήρυξε τήν ὁμοουσιότητα τοῦ Υἱοῦ μέ τόν Πατέρα.

6ον ) Ἔκτισε, μετά ἀπό θεϊκό ὅραμα, τήν Κων/πολη, τήν ὁποία ἀφιέρωσε στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο.

 7ον ) Ἔστειλε τήν μητέρα του, ἁγία Ἐλένη, στούς Ἁγίους Τόπους, ἡ ὁποία, μετά ἀπό ἀνασκαφές, ἀνακάλυψε τόν Τίμιο Σταυρό, στόν ὁποῖο σταυρώθηκε ὁ Κύριός μας, ὅπως ἐπίσης καί τούς σταυρούς τῶν δύο συσταυρωθέντων ληστῶν καί τά τέσσερα τίμια καρφιά, μέ τά ὁποία κάρφωσαν τόν Χριστό.

8ον ) Διακρινόταν γιά τά θεάρεστα ἔργα του, ὅπως κτίσιμο Ἱερῶν Ναῶν καί πλουτισμός τους μέ βασιλικά εἰσοδήματα, χρυσάφι καί ἀσήμι καί φροντίδα πτωχῶν.

9ον ) Εἶχε χριστιανικό χαρακτήρα, ὁ ὁποῖος διακρινόταν γιά τήν φιλοτιμία, τήν εὐσπλαγχικότητα, τήν γενναιοδωρία του κ.ἄ., πρίν ἀκόμη βαπτισθεῖ χριστιανός. Ἧταν δηλ. Χριστιανός πρίν βαπτιστεῖ Χριστιανός. Ζοῦσε χριστιανικά, πρίν ἀσπασθεῖ τόν Χριστιανισμό.

10ον ) καί τελευταῖο, ἀφοῦ μετανόησε εἰλικρινῶς, για ότι είχε κάνει ως εἰδωλολάτρης, βαπτίσθηκε Χριστιανός στό τέλος τῆς ζωῆς του ὕστερα ἀπό δική του ἐκζήτηση. Τήν βάπτισή του θεωροῦσε ὡς τήν μεγαλύτερη εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ πρός αὐτόν καί ἡ ὁποία ὑπῆρξε τό ἐπισφράγισμα τῆς ἀκλόνητης καί ἀκράδαντης πίστεώς του.

Ἀπό τα προαναφερθέντα, θά σταθοῦμε μόνον στά ἐξῆς σημεία. Πρῶτον, ο Μέγας Κωνσταντῖνος ἀναγνώρισε τόν Χριστιανισμό ὡς ἐπίσημη θρησκεία τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους καί στήριξε στήν Ἐκκλησία ὅλες του τίς ἐλπίδες, ἐπειδή αυτή θά ἀποτελοῦσε τήν συνεκτική καί πνευματική δύναμη τῆς αὐτοκρατορίας. Γνωρίζουμε ὅλοι ὅτι ἡ Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία ἦταν ἕνα ἀχανές, οἰκουμενικό, παγκόσμιο κράτος, πού ἀπλωνόταν στήν Εὐρώπη καί τήν Ἀσία. Τό κράτος, ὅμως, αὐτό δέν εἶχε ἐσωτερική ἑνότητα. Κυριαρχοῦσε ἡ πολυθεΐα, ἡ πολυαρχία, ἡ εἰδωλολατρεία, ὁ συγκρητισμός καί ὁ κόσμος ἦταν πνευματικά διεσπασμένος. Ἄλλος πίστευε ἐδῶ, ἄλλος ἐκεῖ, στοῦ κόσμου τούς θεούς καί τίς θεότητες.

Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἰδιαίτερα φωτισμένος, μετά τήν ἀποκάλυψη τοῦ σημείου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στόν οὐρανό καί ἀφοῦ νίκησε τόν Μαξέντιο καί τόν Λικίνιο, στή συνέχεια, φωτισμένος ἀπό τόν Θεό, σκέφθηκε πώς μόνο μία πνευματική δύναμη ὑπάρχει, ἡ ὁποία θά μποροῦσε νά ἑνώσει τό κράτος, νά δώσει πνευματική δύναμη καί νά ἑνοποιήσει ὅλους τούς ἀνθρώπους˙ νά πιστεύουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι στήν ἴδια πίστη, νά ἔχουν ὅλοι τήν ἴδια πίστη. Καί αὐτή ἡ πίστη ἦταν ἡ Ὀρθόδοξη πίστη, ἡ ὁποία ἤδη εἶχε δοκιμασθεῖ κατά τή διάρκεια τῶν τριῶν αἰώνων τῶν διωγμῶν.

 Ἀπέδειξε ὁ Χριστιανισμός πώς δέν φοβᾶται τίποτε˙ οὔτε τό μαρτύριο, οὔτε τόν θάνατο. Καί ἀποδείχθηκε ἐκείνη ἡ δύναμη, ἡ ὁποία εἶναι ἡ μόνη ἰκανή νά ἰκανοποιήσει τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, ἑνωτική γιά τούς ἀνθρώπους.

Σέ σχετικό μέ τόν Μέγα Κωνσταντῖνο βιβλίο, μέ τίτλο : «Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος καί οἱ μικροί τῶν καιρῶν μας», ὑπάρχει ἡ ἐξῆς πολύ ἐνδιαφέρουσα τοποθέτηση. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἦταν Μέγας, γιατί ἦταν φωτισμένος καί ἀντιλήφθηκε τήν ἑνοποιό καί σωστική δύναμη, πού ἔχει τό χριστιανικό κήρυγμα καί τό Εὐαγγέλιο.

Οἱ σημερινοί πολιτικοί ηγέτες ἀπανταχοῦ τῆς γῆς εἶναι μικροί. Τί εἶναι οἱ ἡγέτες τῶν μεγάλων δυνάμεων και  τῆς Ε.Ε.; Θά περίμενε κανείς ἀπ’ αὐτούς ν’ ἀντιληφθοῦν ὅτι πρέπει νά δώσουν στόν κόσμο μιά ἑνοποιό δύναμη, νά εἰρηνεύσουν τόν κόσμο, νά ἑνωθεῖ ὁ κόσμος, ὅπως τό ἀντιλήφθηκε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Αὐτοί, ὅμως, ἀντί νά εἰρηνεύσουν καί νά ἑνοποιήσουν τόν κόσμο κάτω ἀπό μιά σωτηριώδη καί ὑπερφυσική δύναμη, διαιροῦν τόν κόσμο μέ τούς πολέμους καί δημιουργοῦν τοῦ κόσμου τίς έριδες.

Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὅμως, στήριξε στό Εὐαγγέλιο καί στόν Χριστιανισμό τήν ἐλπίδα νά ἐπικρατήσει στόν κόσμο ἡ ἑνότητα, νά μεταβληθεῖ ἡ ρωμαϊκή εἰρήνη  σέ χριστιανική εἰρήνη.

Ἑορτάζοντας, λοιπόν αγ, σήμερα τήν μνήμη τῶν ἁγίων ἐνδόξων θεοστέπτων Βασιλέων καί Ἱσαποστόλων Κωνσταντίνου καί Ἐλένης θά πρέπει ἐν πρώτοις νά μᾶς μείνει ὅτι ὁ Χριστιανισμός καί δή ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἐκείνη ἡ δύναμη, ἡ ὁποία ἑνώνει καί ἡ ὁποία πρέπει καί στό νεοελληνικό κράτος μας νά ἀποτελέσει τήν συνεκτική καί πνευματική δύναμη, πού πρέπει ὅλους νά μᾶς ἑνώνει.

Καί πρέπει, ἐπίσης, νά μᾶς μείνει καί τό γεγονός ὅτι, ὅταν παρατηρεῖται αἵρεση, πλάνη καί ἑτεροδιδασκαλία, θά πρέπει νά εἴμαστε αὐστηροί˙ νά μήν τά θεωροῦμε ὅλα τίποτε, ἐφησυχάζοντας, καλοπερνώντας, μή προβληματιζόμενοι γιά πνευματικά θέματα καί ἐπιδεικνύοντας ἀδιαφορία γιά θέματα πίστεως. Ἀλλά, νά μιλᾶμε γιά τήν ἀλήθεια, γιά τήν Ὀρθοδοξία μας, νά ὑπερασπιζόμαστε καί νά ἀκολουθοῦμε τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως ἔκαναν οἱ σήμερον ἑορταζόμενοι Μέγας Κωνσταντῖνος καί ἁγία Ἐλένη.

   Ο Μέγας Κωνσταντίνος δέχτηκε την κλήση του Θεού όπως ο Απόστολος Παύλος, από τον ουρανό, διά του σημείου του Τιμίου Σταυρού. Έτσι μπόρεσε να νικήσει τον εαυτό του, να φωτισθεί από τη χάρη του Θεού και  να αποκτήσει την πραότητα του Δαυίδ, την Πίστη και την Ορθοδοξία των Αποστόλων της Εκκλησίας.

   Γι’ αυτό η Εκκλησία τον τίμησε με τον τίτλο του ισαποστόλου και οδήγησε την μητέρα του την Αγία Ελένη στα Ιεροσόλυμα, όπου βρήκε τον Τίμιο Σταυρό του Κυρίου και έκτισε τις Βασιλικές της Βηθλεέμ, της Αναστάσεως, του Γολγοθά και όλα εκείνα τα πανάγια προσκυνήματα που μέχρι σήμερα ασπαζόμαστε, λαμβάνοντας τη χάρη του Ζωοδόχου Τάφου».

   Ας εμπνεόμαστε από τη δική τους βιωτή, ας ζήσουμε όπως εκείνοι, με μετάνοια.

    Γιατί ο Παράδεισος δεν γεμίζει από αναμάρτητους, αλλά από αμαρτωλούς που έρχονται σε μετάνοια, που κατανοούν τα λάθη και τις αστοχίες τους και αλλάζουν τρόπο ζωής. Ας εμπνευστούμε λοιπόν, όλοι μας, από το δικός τους παράδειγμα, γιατί έτσι θα μπορέσουμε να πορευθούμε ως εκκλησιαστική κοινότητα με αγάπη προς τον εαυτό μας, προς τον συνάνθρωπό μας αλλά και προς τον τόπο μας, την Πατρίδα μας και την Οικουμένη ολόκληρη. Αμήν.