Η Άλωση της Κωνστανούπολης από τους Φραγκολατίνους Σταυροφόρους στις 13 Απριλίου 1204

του Νικολάου Χ. Χριστοδουλάκη

Ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα της παγκόσμιας Ιστορίας πραγματοποιήθηκε στις 13 Απριλίου του 1204.

Οι σταυροφόροι της Δ΄ Σταυροφορίας κατευθύνθηκαν στον πραγματικό στόχο, που ήταν η βασιλίδα των πόλεων, η πρωτεύουσα της Ρωμανίας, της Ορθόδοξης αυτοκρατορίας της Ανατολής και του τότε πολιτισμένου κόσμου Κωνσταντινούπολη.

Οι Σταυροφορίες σχεδιάστηκαν και οργανώθηκαν μετά το Σχίσμα του 1054 με στόχο δήθεν την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων, αλλά στην πραγματικότητα απέβλεπαν στην άλωση και στην αρπαγή του πλούτου της Ορθόδοξης Ανατολής. Το τι έγινε μετά την άλωση είναι αδύνατον να περιγραφεί, γιατί τέτοιο μίσος, βαρβαρότητα και πλιάτσικο δεν έχουν προηγούμενο στην ιστορία.

Για να μην φανούμε όμως υπερβολικοί ή προκατειλημμένοι θα παραθέσομε αυτολεξεί τι υποστηρίζει ένας από τους μεγαλύτερους Βυζαντινολόγος του 20ου  αιώνα ο Στήβεν Ράνσιμαν στο περίφημο έργο του «ιστορία των Σταυροφοριών» τόμος 3ος σελ. 123. «Η λεηλασία της Κωνσταντινούπολης δεν έχει το αντίστοιχό της στην Ιστορία».

Επί εννέα αιώνες η μεγάλη Πόλη υπήρξε η πρωτεύουσα του Χριστιανικού Πολιτισμού.

Είχε γεμίσει με έργα τέχνης, που είχαν επιζήσει από την αρχαία Ελλάδα και με τα αριστουργήματα των δικών της έξοχων καλλιτεχνών.

Οι Βενετοί ήξεραν την αξία αυτών των πραγμάτων. Όπου μπόρεσαν άρπαξαν θησαυρούς και τους μετέφεραν για να στολίσουν τις πλατείες, τις εκκλησίες και τα παλάτια της πόλεως των.

Αλλά οι Γάλλοι και οι Φλαμανδοί είχαν κυριευθεί από μια μανία καταστροφής.

Ξεχύθηκαν ένας ωρυόμενος όχλος στους δρόμους και στα σπίτια, αρπάζοντας οτιδήποτε γυάλιζε και καταστρέφοντας ότι δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν, σταματώντας μόνο για να σκοτώσουν ή για να βιάσουν ή για να ανοίξουν τα κελάρια για να πιούν.

Δεν γλύτωσαν ούτε τα μοναστήρια, ούτε οι εκκλησίες, ούτε οι βιβλιοθήκες.

Παλάτια και καλύβες χωρίς καμιά διάκριση, παραβιάστηκαν και καταστράφηκαν.

Πληγωμένες γυναίκες και παιδιά κοίτονταν ετοιμοθάνατες μέσα στους δρόμους.

Επί  τρεις ημέρες εξακολούθησαν οι φρικιαστικές σκηνές της λεηλασίας και της αιματοχυσίας, ώσπου η τεράστια και ωραία Πόλη έγινε ένα ερείπιο.

Ακόμα και οι Σαρακηνοί θα είχαν δείξει περισσότερο οίκτο αναφωνεί ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης και λέει την αλήθεια.

Στο τυχόν ερώτημα, γιατί τόσο εύκολα έπεσε η Πόλη στους Σταυροφόρους, η απάντηση είναι απλή και πανθομολογούμενη ιστορική αλήθεια.

Οι αυτοκρατορίες και τα κράτη, πρώτα πέφτουν από τα «μέσα» και μετά έρχονται «φίλοι και εχθροί» και δίνουν την χαριστική βολή.

Η Ορθόδοξη αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης δυστυχώς μετά τον Βασίλειο Β΄τον Βουλγαροκτόνο (976-1025) δεν ευτύχησε νάχει ένα αυτοκράτορα ηγέτη και πραγματικό πολεμιστή.

Παραμελείται ο Στρατός, αυξάνει ο θεσμός των μισθοφόρων στρατιωτών, παραδίνεται όλο το ναυτικό εμπόριο στους Βενετούς, Πιζάνους και Γενουάτες, παραμελείται εγκληματικά ο πολεμικός στόλος της αυτοκρατορίας και δυστυχώς η εξουσία στην Κωνσταντινούπολη πέφτει στα χέρια ανίκανων δυναστειών με αυτοκράτορες για κλάματα, που περιστοιχίζονταν επίσης από ανίκανους γραφειοκράτες-πολιτικάντηδες.

Είναι χαρακτηριστικές οι ήττες του Βυζαντινού Στρατού το 1071-1176 μ.χ.

Το 1071 με την ήττα στο Μετζικέρτ οι Οθωμανοί μπαίνουν στην Μικρά Ασία και με την άλλη ήττα του 1176 στο Μυριοκέφαλο εγκαθίστανται μόνιμα ως κατακτητές.

Ανάμεσα λοιπόν σε δύο λαίλαπες την Φραγκολατινική, Παπική Δύση και την Οθωμανική Ισλαμική Ανατολή, μαζί με τα ολέθρια λάθη της παρακμής των ηγετών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας δεν ήταν μπορετό ν’ αντέξει γι αυτό και έπεσε.

Μια αυτοκρατορία που για εννέα αιώνες εκπολίτισε και εκχριστιάνισε λαούς, που πρόσφερε τόσα στα γράμματα, στις τέχνες και τον πολιτισμό κυρίως πέφτει, γιατί πληρώνει τα λάθη των ηγετών της. Και είναι γεγονός πως το 1261 η Κωνσταντινούπολη ελευθερώθηκε και ξαναστήθηκε η αυτοκρατορία, αλλά ποτέ δεν ξανάγινε αυτό που ήταν πριν το 1204.

Έζησε ακόμη μέχρι το 1453 ως αυτοκρατορική οντότητα, αλλά και με την Οθωμανική κατάκτηση, ποτέ δεν έχασε την «ψυχή» της, που ήταν η πίστη η Ορθόδοξη κι ο πολιτισμός της, γι αυτό κι οι Ρωμιοί υπήκοοι πια του Σουλτάνου, όχι μόνο άντεξαν την σκλαβιά του «σώματος» τους, αλλά έφτασαν και στο «ποθούμενο» με την επανάσταση του 1821.