Η Άλωση της Βασιλεύουσας

Η Άλωση της Βασιλεύουσας, την Τρίτη 29 Μαΐου 1453

Βρισκόμαστε στις αρχές του 1453, όπου έμελε να γίνουν οι τελευταίες στιγμές της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η λαμπρή αυτή αυτοκρατορία έχει συρρικνωθεί στην Κωνσταντινούπολη, στις περιοχές της Θράκης που βρίσκονται κοντά στην Βασιλεύουσα και σε ένα μεγάλο κομμάτι της Πελοποννήσου. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος είναι αυτοκράτορας. Ο τελευταίος, όπως έδειξε η ιστορία, αυτοκράτορας του Βυζαντίου.
Εδώ και δυο χρόνια, κεφαλή των Τούρκων είναι ο Μωάμεθ ο δεύτερος, όπου σε ηλικία μόλις 21 ετών, έχει κάνει σκοπό της ζωής του την εξάπλωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τροχοπέδη στα σχέδια του είναι η Κωνσταντινούπολη και έτσι όλες του οι προσπάθειες συγκεντρώνονται στην κατάληψη της.

Ήδη, μετά από εντολές του, έχει χτιστεί ένα φρούριο στα βόρεια της Πόλης, στο πιο στενό σημείο του Βοσπόρου. Το φρούριο αυτό ονομάστηκε Ρούμελι- Χισάρ. Η θέση του φρουρίου αυτού, το καθιστά χρήσιμο στον Μωάμεθ για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι ότι μέσω αυτού ελέγχει την διέλευση των πλοίων από τον Βόσπορο και έτσι έχει την δυνατότητα, όποτε θελήσει, να απαγορεύσει την προσέγγιση πλοίων στην Πόλη από την Μαύρη Θάλασσα. Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο του είναι χρήσιμο το Ρούμελι- Χισάρ, είναι ότι από αυτό εφορμούν Τούρκοι στις περιοχές γύρω από την Κωνσταντινούπολη, τις λεηλατούν και τρομοκρατούν τους κατοίκους αυτών.

Αυτές οι ενέργειες των Τούρκων ανάγκασαν τον Παλαιολόγο να μαζέψει τους κατοίκους των περιοχών αυτών, μέσα από τα τείχη της Βασιλεύουσας και να ξεκινήσει τις ετοιμασίες για την πολιορκία που θα υφίσταντο η Πόλη, όπως διαφαινόταν στον ορίζοντα. Ανάμεσα στις ετοιμασίες αυτές ήταν η συγκέντρωση όσο περισσοτέρων τροφίμων μπορούσαν να μαζευτούν, η επισκευή των τειχών, το κλείσιμο του Κεράτιου με την αλυσίδα και η αποστολή επιστολών στην Δύση με τις οποίες ζητούσε βοήθεια. Μια βοήθεια που, δυστυχώς, δεν στάλθηκε ποτέ στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι ετοίμασε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος την Πόλη. Αξιοσημείωτο είναι ότι πολλά από τα εκκλησιαστικά κειμήλια χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή νομισμάτων. Με τα νομίσματα αυτά έγινε η πληρωμή των στρατιωτών και η κάλυψη των εξόδων προετοιμασίας της Βασιλεύουσας.

Ο Μωάμεθ, που στην ιστορία έμεινε με το όνομα Μωάμεθ ο Πορθητής, έκανε τις δικές του ετοιμασίες. Εκτός από την κατασκευή του Ρούμελι- Χισάρ, το φθινόπωρο του 1452, λίγους μήνες δηλαδή πριν την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, έστειλε μέρος του στρατού του στην Πελοπόννησο. Σκοπός αυτού του στρατού, ήταν να απασχολήσει τους εκεί Έλληνες ώστε να μην μπορούν να στείλουν βοήθεια στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και στους υπερασπιστές της Πόλης. Ο Μωάμεθ, όμως, δεν σταμάτησε εδώ. Την ίδια εποχή που έστειλε στρατό στον Μοριά, προσέλαβε ένα Ούγγρο τεχνίτη και του ανάθεσε την κατασκευή ενός τεράστιου, για την εποχή, κανονιού. Διάφορες πηγές αναφέρουν ότι αυτό το κανόνι μπορούσε να εκτοξεύσει βλήματα βάρους 544 κιλών. Ενδεικτικό του μεγέθους του, είναι το ότι για να συρθεί χρησιμοποιούνταν 30 βοϊδάμαξες και 500 άντρες.
Στις αρχές του 1453 αρχίζουν να συγκεντρώνονται τα τουρκικά στρατεύματα γύρω από την Πόλη. Τον αποκλεισμό της από την θάλασσα, αναλαμβάνουν 400 τουρκικά πλοία. Το δε μεγάλο κανόνι στήνεται απέναντι από την Πύλη του Ρωμανού.

Επίσημα η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης ξεκίνησε στις αρχές Απριλίου του 1453.
Μέσα στην Πόλη βρίσκονται 50.000 ψυχές. Οι στρατιώτες είναι 7.000, και σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται 2.000 ξένοι. Έξω από την Κωνσταντινούπολη έχει συγκεντρωθεί πολλαπλάσιος αριθμός Τούρκων στρατιωτών. Ακριβής αριθμός δεν υπάρχει, αλλά πιθανολογείται ότι ήταν μεταξύ 250.000 και 400.000. Μαζί τους έχουν πολιορκητικές μηχανές, πύργους, σκάλες και φυσικά κανόνια. Κανόνια που ξεκινούν να σφυροκοπούν τα τείχη της Κωνσταντινούπολης.

Οι υπερασπιστές της Βασιλεύουσας με την βοήθεια του άμαχου πληθυσμού της, επισκευάζουν κάθε βράδυ, τις ζημιές στα τείχη που έχουν κάνει τα κανόνια του Μωάμεθ, κατά την διάρκεια της ημέρας. Αυτό όμως είναι κάτι που γίνεται όλο και πιο δύσκολα και ταυτόχρονα όλο και πιο αναποτελεσματικά.

Έτσι κυλούν οι μέρες ως τις 21 Μαΐου, όπου ο Μωάμεθ ο Πορθητής, προτείνει στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο να παραδώσει την Πόλη. Ο Κωνσταντίνος δεν αποδέχεται την πρόταση και από το σημείο αυτό, για οκτώ συνεχείς ημέρες, τα Τούρκικα κανόνια βάλουν ακατάπαυτα τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Το μεγάλο κανόνι έχει καταστρέψει τα τείχη στην Πύλη του Ρωμανού σχεδόν ολοκληρωτικά. Αυτό το σημείο των τειχών υπερασπίζεται μεταξύ άλλων και ο ίδιος ο Παλαιολόγος.

Την 28η Μαΐου τελείται Θεία Λειτουργία στην Αγία Σοφία. Ο Αυτοκράτορας, όπως και άλλοι υπερασπιστές της Πόλης, λαμβάνουν την Θεία Κοινωνία. Το ίδιο βράδυ, και πιο συγκεκριμένα τις πρώτες ώρες της Τρίτης 29 Μαΐου του 1453, αρχίζει η μεγάλη επίθεση του Μωάμεθ. Ο Παλαιολόγος θα αφήσει την τελευταία του πνοή πάνω στα τείχη, υπερασπιζόμενος την Βασιλεύουσα. Η Κωνσταντινούπολη, την ημέρα αυτή πέφτει στα χέρια των Τούρκων.

Για τρία μερόνυχτα, όπως τους είχε υποσχεθεί ο Μωάμεθ, οι Τούρκοι λεηλάτησαν την Πόλη. Έκαψαν, κατάστρεψαν, βίασαν και δολοφόνησαν μέχρι που ελάχιστα πράγματα έμειναν στην Πόλη που να θυμίζουν την προηγούμενη αίγλη και ομορφιά της. Ενδεικτικό των τουρκικών βιαιοπραγιών είναι ο σφαγιασμός των Ελλήνων που είχαν καταφύγει στην Αγιά Σοφιά τις ώρες εκείνες. Οι Τούρκοι στρατιώτες, έσπασαν τις πόρτες του ναού και μέσα στον ιερό αυτό χώρο αφαίρεσαν τις ζωές δεκάδων αμάχων.
Μια παράδοση αναφέρει ότι την ώρα που εισέβαλαν οι Τούρκοι στην Αγιά Σοφιά τελούνταν Θεία Λειτουργία. Ο τοίχος, τότε, πίσω από την Αγία Τράπεζα άνοιξε και μέσα του εξαφανίστηκε ο Ιερέας. Όταν η Πόλη επιστρέψει σε χέρια Χριστιανών, ο Ιερέας θα ξαναβγεί από εκεί και θα συνεχίσει την Θεία Λειτουργία που άφησε στην μέση.
Ο Μωάμεθ, ξαναέκτισε την Κωνσταντινούπολη και μετέφερε εκεί την πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που μέχρι τότε ήταν η Ανδριανούπολη. Στην Πόλη, που οι Τούρκοι από τότε ονομάζουν Ινσταμπούλ (όνομα που προήλθε από την ελληνική φράση «εις την πόλιν»), μεταφέρθηκαν και εγκαταστάθηκαν άνθρωποι διαφόρων εθνικοτήτων. Όσο λαμπερά κι αν ήταν όμως τα οικοδομήματα του Μωάμεθ, η Κωνσταντινούπολη δεν απέκτησε ποτέ πια την αίγλη των Βυζαντινών χρόνων. Και αυτό γιατί στολίδια της δεν ήταν τα κτίρια. Στολίδι της ήταν το Φως του Χριστιανισμού και το Φως του Ελληνικού πνεύματος που την περιέβαλαν.

Είναι χαρακτηριστικά τα ποιήματα και τα τραγούδια της δημοτικής παράδοσης για την Αγιά Σοφιά.

Οι θρήνοι για την άλωση, γνήσια δημιουργήματα της λαϊκής έμπνευσης, εκφράζουν τη θλίψη των «Ρωμιών» για το «πάρσιμο της Πόλης απ’ την Τουρκιά» αλλά και την ελπίδα της επανάκτησης των «αλησμόνητων πατρίδων». Θλίψη και ελπίδα δένονται αρμονικά σε ήχους αργούς και μελικούς. Άλλοτε όμως οι ήχοι τους έρχονται σε αντίθεση με τα λόγια τους και είναι χαρμόσυνοι. Αυτό έγινε σκόπιμα, για να μπορούν τα τραγούδια αυτά να τραγουδιούνται από τους έλληνες στα πανηγύρια τους, χωρίς να δίνουν στόχο για το περιεχόμενό τους, αλλά αντίθετα να δίνουν την αίσθηση πως επρόκειτο για τραγούδια γιορτινά, κατά πως πρόσταζε η περίσταση, ώστε να μη δίνουν στόχο στους Τούρκους, οι οποίοι πλέον επέβλεπαν κάθε κίνηση τους και να μπορούν ταυτόχρονα τα τραγούδια αυτά να περνούν, απαρατήρητα από τον κατακτητή, από στόμα σε στόμα από γενιά σε γενιά.
Είκοσι από αυτά τα τραγούδια – θρήνους για την άλωση, από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, θα θυμηθούμε στη συνέχεια, με την πολύτιμη βοήθεια του «Αρχείου Ελληνικής Μουσικής», που οι άνθρωποί του με μεράκι και φροντίδα συγκεντρώνουν και καταγράφουν κάθε λογής παραδοσιακό τραγούδι του τόπου μας. (Για το «Αρχείο Ελληνικής Μουσικής» βλ. περισσότερες λεπτομέρειες στην Βιογραφία του Χρόνη Αηδονίδη στην κατηγορία «βιογραφίες» του MusicHeaven.

1ο: «Πήραν την Πόλη μωρέ πήραν την, πήραν τη Σαλλονίκη
Πήραν και την Αγιά Σοφιά το μέγα μαναστήρι
Πώ ΄χει σαρανταδυό ΄κλησιές κι εξήντα δυο καμπάνες
Κάθε καμπάνα και παπάς κάθε παπάς και ψάλτης» (Ηπείρου)

2ο: «Ν’ ανέβαινα πολύ ψηλά, ψηλά παν’ τα ουράνια
Να διω την Πόλ’ πως καιητι, τα κάστρα πως ρημάζουν
΄Πο μια μερια ν ‘ ιδείν φωτιά, ‘πο την αλλ’ χάρος την δέρνει
Τα μοναστήρια καίγουντι κι οι εκκλησιές χαλιούντι
Πήραν μανάδες με παιδιά και πεθερές με τσ’ νύφες
Πήραν μια χήρα παπαδιά με δυο με τρεις νιφάδες» (Μάλγαρα Ανατ.Θράκης)

3ο: «Να ΄μαν δεντρί στη Βενετιά, χρυσή μηλιά στην Πόλη
και κόκκινη τριανταφυλλιά, μεσ’ τους επτά ουράνους
Ν’ ανέβαινα να βίγλιζα την Πόλη πως τουρκεύει
Πόλη μου για δεν χαίρεσαι, για δε βαρείς παιγνίδια
Το πώς μπορώ να χαίρομαι και να βαρώ παιχνίδια
Μέσα με δέρνει ο θάνατος, ν’ όξω με δέρνει ο Τούρκος
Κι απ’ τη δεξιά μου τη μεριά, Φράγκος με πολεμάει…» (Καππά Καρδίτσας)


ΤΟ ΜΑΝΤΑΤΟ
Η είδηση της Αλωσης, στους θρήνους, φτάνει άλλοτε από το πουλί που γυρνά με καμένα φτερούδια από την Πόλη, άλλοτε από το παιδί της χήρας που διαβάζει τα χαρτιά, άλλοτε από το καράβι κι άλλοτε από άγγελο σταλμένο απ’ το Θεό…: «ας πάψει το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ’ άγια γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει…»


4ο: «Ένα πουλάκι ξέβγαινε πω μέσα από την Πόλη,
Χρυσά ήταν τα φτερούδια του, χρυσά και κεντημένα
Κι ήταν καημένα από φωτιά και μαυροκαπνισμένα
πες μας πες μας πουλάκι μου, κανα καλό χαμπάρι
Τι να σας πω μαύρα παιδιά, τι να σας μολογήσω
Πήραν την Πόλιν η Τουρκιά, πήραν και το Φανάρι
Πήραν και την Αγια Σοφιά.» (Ελασσόνας)

5ο: «Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν’ από την Πόλιν
ουδέ στ’ αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί’ τον κάστρον.
Εσείξεν τ’ έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον,
εσείξεν τ’ άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,
Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ’ ο μητροπολίτης°
έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει.
Σίτ’ αναγνώθ’ σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν.
“Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!”
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια
κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,
-Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι
-Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία ‘πάρθεν.
-Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.» (Πόντου)


6ο: «Που πας μωρέ που πάς χελιδονάκι μου
Που πας χελιδονάκι μου, που πας με τον αγέρα
Πάνω μωρέ πάνω μαντάτα στη Φραγκιά
Πάνω μαντάτα στη Φραγκιά, μαντάτα για την Πόλη
Πήραν μωρέ πήραν, την Πόλη πήρανε
Πήραν την Πόλη πήρανε, πήραν τη Σαλλονίκη
Πήραν μωρέ πήραν και την Αγια Σοφιά
Πήραν και την Αγια Σοφιά, το Μέγα Μαναστήρι
Βγάλτε μωρέ βγάλτε παπάδες τα ιερά
Βγάλτε παπάδες τα ιερά κι εσείς κεριά σβηστείτε
Γιατί μωρέ γιατ’ είναι θέλημα Θεού
Γιατ’ είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει» (Ηπείρου)

7ο: «Γιατί πουλί μ΄ δεν κελαηδείς πως κελαηδούσες πρώτα
Για πως μπορώ να κελαηδώ ;
Με κόψαν τα φτερούδια μου, με πήραν τη λαλιά μου
Μας πήρανε μπρ’ αμάν την Πόλη μας και την Αγια Σοφιά μας
Κλαίγει πικράν η Παναγιά» (θρήνος Θράκης)

8ο: «Εσείς πουλιά πετούμενα, πετάτε στον αέρα
Στείλτε χαμπέρια στη Φραγκιά στη Μοσχοβιά μαντάτα
Πήραν την πόλη πήρανε, πήραν τη Σαλλονίκη
Πήραν και την Αγια Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι
Και η κυράτσα Παναγιά στην πόρτα ακουμπισμένη
Χρυσό μαντήλιν εκρατεί, τα δάκρυα της σφουγγούσε
Και τους μαστόρους έλεγε και τους μαστόρους λέγει
Πάψτε μαστόροι τη δουλειά, μη χάνετε καιρό σας
Εδώ τζαμί δε γίνεται, για να λαλούν χοτζάδες,
εδώ θα μένει η Αγια Σοφιά…» (Δυτ. Μακεδονίας)

9ο: «Ισείς πουλιά μ’ πιτούμενα, πιτάτι στουν αέρα
Χαμπέρ να πάτι στο Μοριά, χαμπέρι στην Ελλάδα:
«Τούρκοι την Πόλη πήρανε» , πήραν τη Σαλλονίκη
Πήραν και την’ Αγια Σοφιά, το μέγα μοναστήρι
Πώ χει τριακόσια σήμαντρα κι αξήντα δυο καμπάνες
Κάθε καμπάνα και παπάς κάθε παπάς και διάκος
Τούρκοι την Πόλη πήρανε..» (Νιγρίτα Σερρών)

10ο: «Από την Πόλη ως τη Σαλλονίκη, Χρυσός αητός βγήκε να γκιζιρήσει
Χρυσός αητός βγήκε να γκιζιρήσει, νούδι γκιζιρούσι, νούδι κι πετούσι
Μον΄ περπατούσι κι ηλεγεν Ελένη μ’ πήραν την πόλ’ πήραν τη Σαλλονίκη
Πήραν την Πολ’ πήραν την Σαλλονίκη, πήραν το Μέγα Μοναστήρι
Πω χει τριακόσια σήμαντρα Ελένη μ’ κι ηξήντα δυο καμπάνες
Κι ηξήντα δυο καμπάνες και χίλιους καλογέρους» (Καρδίτσας)


11ο: «Θέλω ν’ ανέβω σε βουνό, πέρδικα, μαρή πέρδικα
γιε μ’ τους κάμπους ν΄ αγναντέψω,
πέρδικα, μαρή πέδικά μου.
Βρίσκω μια πετροπέρδικα, πέρδικα, μαρή πέρδικα
Γιε μ’ μια πετροπεριστέρα
Πέρδικα, πετροπέρδικά μου.
Να λέει τραγούδι θλιβερό, πέρδικα, μαρή πέρδικα
Γιε μ’ να λέει μοιρολόγι
Πέρδικα, μαρή πέρδικά μου.
Μοιρολογούσε κι έλεγε, πέρδικα, μαρή πέρδικα
Γιε μ’ μοιρολογάει και λέει,
Πέρδικα, μαρή πέρδικά μου.
Οι Τούρκοι επήραν τη Σοφιά, πέρδικα, μαρή πέρδικα
Γιε μ’ το Μέγα Μαναστήρι
Πέρδικα, πετροπέρδικά μου
Πήραν άσπρα, πήραν φλωριά
Πήραν μανάδες και παιδιά μου…» (Ανατ. Στερεάς Ελλάδας)


12ο: «Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,
Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.
Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία,
το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.
Τις το ‘πεν; Τις το μήνυσε; Πότε ‘λθεν το μαντάτο;
Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου
και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το:
-“Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;”
-“Ερκομαι ακ τα’ ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος,
ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην°
απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.
Εγώ γομάριν Δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω
κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα.»


13ο: «Στην Πόλη γράφουν τα χαρτιά, στη Σαλλονικ’ τα στέλνουν
Κανάς δεν πάει να τα δει, κανάς δεν τα διαβάζει
Μόνο της χήρας το παιδί πααιν΄ και τα διαβάζει
Η μάνα του τον ρώτησι κι η μάνα του του λέει
Παιδί μ’ τι γράφουν τα χαρτιά, τι μολογάει το γράμμα
Αυτό που γράφουν τα χαρτιά ο Θιός να μην το δώσει
Θέλει να γίνει πόλεμος, η Πόλη να τουρκέψει» (Σαγιάδες Τρικάλων)


14ο: «Σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγια Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες,
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης,
κι απ΄ την πολλήν την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες.
Να μπούνε στο χερουβικό και να ‘βγει ο βασιλέας,
φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα:
“Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ’ άγια,
παπάδες πάρτε τα ιερά και σεις κεριά σβηστείτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.
Μόν’ στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να ‘ρτουνε τρία καράβια°
το ‘να να πάρει το σταυρό και τ’ άλλο το βαγγέλιο,
το τρίτο το καλύτερο, την άγια τράπεζά μας,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν”.
Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες.
“Σώπασε κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις,
πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας είναι». (Θράκης)


15ο: «Τρεις καλογέροι κρητικοί και τρεις απ’ τ’ Αγον Όρος
Καράβιν αρματώνουνε και καλοσυγυρίζουν
Στην πρύμνη βάζουν το σταυρό, στη μεσ’ τον Πατριάρχη
Και ψάλλαν το χερουβικό και τ’ άξιον εστίν ως
Φωνή ηκούσθη εξ ουρανού, εκ στόματος αγγέλου
Ας πάψει το χερουβικό και τ’ άξιον εστίν ως
Πήραν οι Τούρκοι τη Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι
Πώ ΄χει τριακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες» (Μακεδονίας)

16ο: «Τρεις καλογέροι κρητικοί, ωρέ και τρεις Αγιονορείτες
καράβι ν’ α – κι αμάν αμάν, καράβι ν’ αρματώνανε
Καράβι αναματώσανε σ’ ένα βαθύ λιμάνι
Φωνή ακόυστη εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα:
«Πήραν την Πόλη, πήραν την , πήραν τη Σαλλονίκη
πήραν και την Αγια Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι…»(Πελοποννήσου)

17ο: «Σήμερα ψέλνουν εκκλησιές κι όλα τα μοναστήρια
Ψέλνει και η Αγια Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι,
Με τετρακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες
Κάθε καμπάνα και παπάς
Ψιλή φωνή εξέβγηκε μέσα απού τα ουράνια:
«Αγία Σοφία πάρθηκε σ’ Αγαρηνών τα χέρια
να κόψουνε οι ψαλμωδιές» (Μ. Ασίας, Βιθυνίας)


«…ΤΟ ΄ΝΑ ΦΩΡΤΩΝΕΙ ΤΟ ΣΤΑΥΡΟ ΚΑΙ Τ’ ΑΛΛΟ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ…»
Μετά την άλωση οι πιστοί έτρεξαν να περισώσουν τα ιερά τους, την άγια τράπεζα, το σταυρό, το ευαγγέλιο, τα εικονίσματα. Τα καράβια ετοιμάζονται για το έργο της μεταφοράς. Το μοτίβο γνωστό και κοινό σε πολλά τραγούδια του τόπου μας.

18ο: «Τρία καράβια – βόηθα Παναγιά – τρία καράβια φεύγουνε
που μέσα που την Πόλη, κλαίει καρδιά μ’ κλαίει
καρδιά μ’ κι αναστενάζει
Το ΄να φουρτώ – βόηθα Παναγιά – το ’να φουρτώνει το σταυρό
Κι τα’ άλλου του Βαγγέλιου κλαίει καρδιά μου κλαίει
καρδιά μ’ κι αναστενάζει
Το τρίτο το – βοήθα Παναγιά – το τρίτο το καλύτερο
Την Αγια Τράπεζά μας, κλαίει καρδιά μου κλαίει
καρδιά μ’ κι αναστενάζει
Μη μας τα πά – βόηθα Παναγιά – μη μας τα πάρουν οι άπιστοι
Και μας τα μαγαρίσουν, κλαίει καρδιά μου κλαίει
καρδιά μ’ κι αναστενάζει
Η Παναγιά αναστέναξι κι δάκρυσαν οι κόνις….» (Ανατ. Θράκης)

19ο: «Μον’ δώστε λόγο στη Φραγκιά, να’ ρθουν τρία καράβια
Το ΄να να πάρει το σταυρό και τ’ άλλο το ευαγγέλιο
Το τρίτο το τρανίτερο την άγια τράπεζά μας
Μη μας τα πάρουν οι άπιστοι και μας τα μαγαρίσουν
Κι η Δέσποινα ως τα’ άκουσε, τα μάθια τσε δακρύσαν
Κι ο Μιχαήλ κι ο Γαβριήλ την επαρηγορούσαν
Σώπασ’ αφέντρα μ’ και κυρά και μην πολύ δακρύζεις
Πάλαι με χρόνια με καιρούς, πάλαι δικά μας θα ’ναι» (Βορείου Αιγαίου)


«…ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΣΤΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ, ΤΟ ΜΕΓΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ…»
Η ελπίδα της απελευθέρωσης της Πόλης, συνόδευε τα τραγούδια και τους θρήνους των «ρωμιών» από τα πρώτες κι όλες εκείνες μέρες της άλωσης. Ονειρεύονταν το χτίσιμο ξανά της Πόλης και το «ξαναλειτούργημα» στην Αγια Σοφιά, όνειρο που αποτύπωνεται στους στίχους των θρήνων τους…

20ο:  «Ανάμεσα τρεις θάλασσες, τριανταφυλλάκι μ’ κόκκινο
Ανάμεσα τρεις θάλασσες, καράβι κινδυνεύει
Με τ’ άργανα κιντύνευε, τριαναταφυλλάκι μ’ κόκκινο,
Με τ’ άργανα κιντύνευε, με τον αέρα σειώταν
Και με τα χαλκοτύμπανα, μαζώνοντ’ αντρειωμένες.
Μαζώνουνταν, συνάζουνταν, πύργον θέλουν να στήσουν,
Να στήσουν την Αγια Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι.
Τα περιστέρια κουβαλούν, τα χελιδόνια χτίζουν
Κι οι Αγγελοι απ’ τον ουρανό βάζουν τα κεραμίδια» (Θεσσαλίας (Πηλιορείτικο))

ΓΙΑΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΣΗΜΕΡΑ ΝΑ ΕΝΘΥΜΟΥΜΑΣΤΕ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ


Του Κωνσταντίνου Χολέβα, πολιτικού επιστήμονος

Πεντακόσια εξήντα οκτώ χρόνια πέρασαν από την αποφράδα εκείνη ημέρα της 29ης Μαϊου 1453. Τότε που ακούστηκε η κραυγή “Εάλω η Πόλις” καί η Βασιλεύουσα, η Πόλη των Αγίων, των Αυτοκρατόρων και των θρύλων, πέρασε υπό την κατοχή του Οθωμανού δυνάστη. Ετσι άρχισε η Τουρκοκρατία. Το Γένος λαβώθηκε, αλλά η Κωνσταντινούπολις και η Αγιά Σοφιά παραμένουν σε ξένα χέρια. Σήμερα τιμούμε τους πεσόντες κατά την πολιορκία και κατά την Άλωση, διαβάζουμε τους θρήνους και τους θρύλους, συγκινούμεθα και διδασκόμεθα. Διότι αυτή είναι η αξία της ιστορικής μνήμης. Να αποτελεί μάθημα ες αεί για τις νεώτερες και τις απερχόμενες γενιές.

1) Πρέπει να θυμόμαστε την Άλωση για να αποτίουμε ένα διαρκή και μεγάλο φόρο τιμής στο Βυζαντινό κράτος, την Ρωμανία όπως την αναφέρουν τα κείμενα της εποχής, το εκχριστιανισθέν Ρωμαϊκό κράτος του Ελληνικού Έθνους, όπως το χαρακτηρίζει ο νεώτερος βυζαντινολόγος Διονύσιος Ζακυνθηνός. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, Νέα Ρώμη, άντεξε επί 11 αιώνες. Μετά την Άλωση από τους Σταυροφόρους το 1204 η εδαφική της έκταση και το σφρίγος της περιορίσθηκαν σημαντικά. Παρέμεινε όμως καθ’ όλη την διάρκεια του βίου της το κράτος στο οποίο πραγματοποιήθηκε η επιτυχής και δημιουργική συνάντηση Χριστιανισμού και Ελληνισμού. Η Ελληνορθόδοξη παράδοση υπήρξε το αποτέλεσμα αυτής της συναντήσεως και το Βυζάντιο την διέδωσε με ειρηνικό τρόπο στους γειτονικούς λαούς.

Αυτήν την ιεραποστολική δράση των Βυζαντινών προγόνων μας καταδεικνύουν και μαρτυρούν οι πολιτισμοί των σημερινών λαών της Ανατολικής Ευρώπης. Ο Ρώσος Πατριάρχης Αλέξιος παραδέχθηκε, όταν βρέθηκε το 1992 στην Αθήνα, ότι η Ρωσία είναι πνευματικό τέκνο του Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού του Βυζαντίου. Ο Ρουμάνος Ιστορικός και πολιτικός του 20ου αιώνος Νικολάϊ Γιόργκα χαρακτήρισε την Μολδοβλαχία μετά την Άλωση ως “το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο”. Και το κυριλλικό ελληνογενές αλφάβητο που χρησιμοποιούν πολλοί σλαβικοί λαοί αποτελεί έμπρακτη επιβεβαίωση της ακτινοβολίας του Βυζαντινού πολιτισμού. Αυτόν, λοιπόν, τον πολιτισμό πρέπει να διδάσκουμε και να διδασκόμαστε εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες.

2) Πρέπει να θυμόμαστε την Άλωση, διότι μέσα από τις διηγήσεις των ιστορικών της εποχής ξετυλίγεται η Ελληνική Διάρκεια, η διαχρονική πορεία των αξιών του Ελληνισμού. Η συγκλονιστική ομιλία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στις 28 Μαϊου πριν από την τελική επίθεση των Οθωμανών μας διδάσκει γιατί αγωνιζόμαστε: Για την Πίστη, για την Πατρίδα, για τους συγγενείς μας. Προσθέτει και τον βασιλέα, διότι εκείνο ήταν το πολίτευμα της εποχής. Όμως το τρίπτυχο Πίστη, Πατρίδα, συγγενείς, που αναφέρει ο τελευταίος Αυτοκράτορας, μας συνδέει με τον όρκο των αρχαίων Αθηναίων εφήβων και με τον παιάνα των Σαλαμινομάχων, το “Ιτε παίδες Ελλήνων” και φθάνει αυτή η Ελληνική Διάρκεια μέχρι την προκήρυξη του Αλεξάνδρου Υψηλάντη, που έγραφε τον Φεβρουάριο του 1821 “Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος”, και μέχρι τά λόγια του Κολοκοτρώνη προς τους μαθητάς του πρώτου Γυμνασίου της Ελεύθερης πλέον Αθήνας: “Όταν πιάσαμε τ’ άρματα είπαμε πρώτα υπέρ Πίστεως και ύστερα υπέρ Πατρίδος” . Αυτές είναι οι διαχρονικές αξίες του Ελληνισμού. Αυτός ο ηθικός δεσμός ενώνει τον Παλαιολόγο με τους Σαλαμινομάχους και με τον Κολοκοτρώνη και με το 1940. Μαχόμεθα για την Πίστη, την Πατρίδα, την Οικογένεια όσο κι αν κάποιοι μας χαρακτηρίζουν ….αναχρονιστικούς. Τιμώντας την μνήμη των προδρόμων και των μαρτύρων της Ελληνικής Διάρκειας εμείς γι’ αυτά θα συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε!

3) Θυμόμαστε τα γεγονότα της εποχής πριν και γύρω από την άλωση, διότι μας διδάσκουν την πολύτιμη συμβολή της Ορθοδόξου εκκλησίας μας στην επιβίωση του Γένους μας. Λίγες δεκαετίες προ της αλώσεως είχαμε μία έντονη και αυταρχική παρέμβαση της τότε Πολιτείας προς την εκκλησία. Η αυτοκρατορική εξουσία πίστεψε -φευ!- ότι αν υπογράψουμε την υποταγή της Ορθοδοξίας στον Πάπα, θα έχουμε μεγάλη βοήθεια από την Δύση κατά των Οθωμανών. Το 1438 -39 στην Φερράρα και στην Φλωρεντία σύρθηκαν με πιέσεις και εξευτελισμούς οι εκκλησιαστικοί ηγέτες στην υπογραφή της ψευδοενώσεως των εκκλησιών. Ο Μάρκος ο Ευγενικός, Επίσκοπος Εφέσου, αρνήθηκε να υπογράψει και έσωσε την τιμή της εκκλησίας. Προσέξτε: Δεν αρνήθηκε να συζητήσει, διότι η Ορθοδοξία δεν αρνείται τον διάλογο. Αρνείται την υποταγή. Και από αυτούς που υπέγραψαν μία μεγάλη μορφή απέσυρε την υπογραφή της μόλις επέστεψε στην Κωνσταντινούπολη. Πρόκειται για τον Γεώργιο Σχολάριο, τον μετέπειτα Γεννάδιο, πρώτο Πατριάρχη μετά την Άλωση.

Ο λαός ακολούθησε τον Μάρκο και τον Σχολάριο. Οι ανθενωτικοί είχαν δίκαιο, διότι παρά την υπογραφή της ψευδοενώσεως τα καράβια του Πάπα δεν φάνηκαν ποτέ στην μαχόμενη Βασιλεύουσα. Ο Βρετανός ιστορικός Στήβεν Ράνσιμαν στο περισπούδαστο έργο του “Η Μεγάλη εκκλησία εν Αιχμαλωσία” δικαιώνει τους ανθενωτικούς λέγοντας ότι διάσωσαν την ενότητα της εκκλησίας και μόνον έτσι επεβίωσε ο Ελληνισμός. Και στο άλλο σπουδαίο έργο του, την “Άλωση της Κωνσταντινουπόλως” διαψεύδει όλους τους επικριτές της εκκλησίας και του μοναχισμού τονίζοντας ότι στα θαλάσσια τείχη της Βασιλεύουσας έναν από τους πύργους τον υπεράσπιζαν Έλληνες μοναχοί.

4) Θυμόμαστε την Άλωση, διότι η ιστορία μας διδάσκει ότι όταν οι λίγοι αποφασίσουν να αντισταθούν κατά των πολλών, μπορεί να ηττηθούν πρόσκαιρα, αλλά τελικά σε βάθος χρόνου κερδίζουν. Η αντίσταση στα τείχη της Βασιλεύουσας των 5000 χιλιάδων Ελλήνων και των 2000 ξένων συμμάχων τους έμεινε στις ψυχές των υποδούλων ως τίτλος τιμής καί δέσμευση για νέους αγώνες. Η θυσία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στη πύλη του Ρωμανού έθεσε τις βάσεις για το 1821. Τα δεκάδες κινήματα των υποδούλων ετράφησαν από τους θρύλους του Μαρμαρωμένου Βασιλιά και της Κόκκινης Μηλιάς. Αν είχαν παραδοθεί την 29η Μαϊου 1453, δεν θα υπήρχε αντίσταση και εθνεγερσία. Η συνθηκολόγηση θα ήταν ανεξήτηλη ντροπή. Ενώ η ηρωϊκή άμυνα γέννησε την υπομονή, την ελπίδα, την προσδοκία. Αυτή την ελπίδα εκφράζει και ο Ποντιακός θρήνος:

“…Η Ρωμανία πέρασεν, Η Ρωμανία πόρθεν,
Η Ρωμανία κι αν πέρασεν ανθεί και φέρει κι άλλο…”

    Άλλωστε και ο Θ. Κολοκοτρώνης έλεγε προς τους ξένους συνομιλητές του: “Ο βασιλεύς μας συνθήκην δεν έκαμε, η φρουρά του πολεμά ακόμη και το φρούριό του αντιστέκονται”. Και εξηγούσε ότι αναφερόταν στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, στους κλεφταρματολούς, στο Σούλι και στην Μάνη. Οι πεσόντες κατά την άλωση μας δόρησαν το δικαίωμα στην Μεγάλη ιδέα. Και χωρίς Μεγάλες ιδέες τα έθνη δεν πάνε μπροστά.

5) Η αντίσταση των τελευταίων μαχητών της Κωνσταντινουπόλεως και το “πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών” εμπνέει έκτοτε το ΟΧΙ του Ελληνισμού. Το 1940 κατά του Μουσσολίνι, το 1941 κατά του Χίτλερ, το 1955 στην Κύπρο κατά της αποικιοκρατίας και του αφελληνισμού. Σήμερα οφείλουμε να συνεχίζουμε να αντιστεκόμαστε με κάθε τρόπο.

Η πτώση της βασιλεύουσας ήταν και η τελευταία πράξη του δράματος που έμελλε να αλλάξει συνολικά την ανθρώπινη Ιστορία, όχι μόνο την ελληνική. Κι αυτό γιατί με την εγκατάσταση των Οθωμανών στην Ανατολική Μεσόγειο πλήθος λογίων Ελλήνων θα μετοικίσουν στην Δύση, μεταλαμπαδεύοντας έτσι τα κλασσικά και βυζαντινά χειρόγραφα. 

Επιπλέον, με την οθωμανική κυριαρχία στην περιοχή κλείνουν οι χερσαίοι εμπορικοί δρόμοι προς την Ανατολή ωθώντας έτσι τις μεγάλες ναυτικές δυνάμεις της Δύσης σε αναζήτηση ναυτικών οδών εγκαινιάζοντας την Εποχή των Μεγάλων Ανακαλύψεων.

Για εμάς, η Άλωση της Πόλης, η πτώση του Βυζαντίου θα καταγραφεί στη συλλογική μνήμη ως το τέλος μιας εποχής δόξας που θα δώσει τη θέση της στην Τουρκοκρατία για τους επόμενους τέσσερις με πέντε αιώνες. 

Όπως αναφέρει ο μακαριστός π. Γεώργιος Μεταλληνός. Η απώλεια ειδικά της Κωνσταντινούπολης υπήρξε σημαντικότατο γεγονός. Η Πόλη ήταν η συνισταμένη όλων των ελπίδων των Ρωμιών. Η διατήρηση της ελευθερίας της, παρά την τρομακτική συρρίκνωση της αυτοκρατορίας, έτρεφε την αυτοπεποίθηση τους και συντηρούσε τον ψυχισμό τους. Όπως υπογράμμιζε πριν από την άλωση ο λόγιος μοναχός Ιωσήφ Βρυέννιος: “Ταύτης τῆς πόλεως ἱσταμένης, συνίσταταί πως αὐτῇ καί ἡ πίστις ἀκράδαντος· ἐδαφισθείσης δέ ἤ ἁλούσης, ἅπερ, Χριστέ μου, μή γένοιτο, ποία ἔσται ψυχή κατά πίστιν ἀκλόνητος;” [δηλαδή: Όσο στέκεται όρθια αυτή η πόλη, μένει μαζί της ακλόνητη και η πίστη. Αν όμως κατεδαφιστεί ἤ αλωθεί, πού να μη γίνει, Χριστέ μου, ποιά ψυχή θα κρατήσει την πίστη της ασάλευτη;] Μετά την πτώση της Πόλης η δύναμη αντίστασης μειώθηκε σημαντικά, όπως δείχνουν οι αλλαξοπιστίες και η μοιρολατρική στάση πολλών από τον κλήρο και το λαό. Το Γένος χρειαζόταν κάποια δύναμη, πού θα εμπόδιζε την αλλοτρίωσή του και, θα εξασφάλιζε την επιβίωση και ανάκαμψη του. Αυτή τη δυσκολότατη, αλλά και αναγκαιότατη αποστολή θα αναλάβει η Εκκλησία, ως Εθναρχία.

Από την ημέρα λοιπόν της Άλωσης, μέχρι και την Εποποιία του ’21 οι Έλληνες υπογραμμίζουν με δραματικό τρόπο ότι πρέπει να στηρίζονται μόνο στις δικές τους δυνάμεις, γιατί όπως λένε, οι ισχυροί της Ευρώπης εμπαίζουν, ταπεινώνουν και εξευτελίζουν ηθικά και ψυχικά τους φτωχούς και ταπεινωμένους λαούς, κωφεύουν στις επικλήσεις και τις ικεσίες βοήθειας. Όταν όμως θεωρήσουν ότι εξασφαλίζονται τα δικά τους συμφέροντα, τότε προσφέρουν απατηλή και εγωιστική προστασία. Χαρακτηριστικό είναι ένα απόσπασμα του Διονυσίου Σολωμού, ο οποίος γράφει:

Με τα ρούχα αιματωμένα

ξέρω ότι έβγαινες κρυφά

να γυρεύης εις τα ξένα

άλλα χέρια δυνατά.

Μοναχή το δρόμο επήρες

εξανάλθες μοναχή

δεν ειν’ εύκολες οι θύρες,

εάν η χρεία τες κουρταλή.

Οι σημερινές αλώσεις είναι μικρές και καθημερινές. Άρα ύπουλες και εξίσου επικίνδυνες. Η υπονόμευση της γλώσσας μας, η άγνοια της ιστορίας μας, η ξενομανία, οι συκοφαντίες κατά της Ελληνορθοδόξου Παραδόσεώς μας, οι υποχωρήσεις απέναντι στους Τούρκους και σε όποιους άλλους, όλα αυτά και πολλά άλλα αποτελούν μικρές αλώσεις που απαιτούν γνώση, αντίσταση και μαχητικότητα. Δεν αρνούμαστε την επικοινωνία και την συνεργασία με άλλους λαούς και πολιτισμούς. Ο Ελληνισμός ποτέ δε κλείστηκε στο καβούκι του. Θα αρνηθούμε όμως την αφομοίωση, την αλλοτρίωση, τις γκρίζες ζώνες στα εδάφη μας, στα πελάγη μας και στην Ταυτότητα μας σαν Έθνος. Θα αγωνισθούμε με όπλα πρωτίστως πνευματικά και ηθικά. Και θα διδασκόμαστε από την Παράδοση και το βίωμα της εκκλησίας μας. Η Άλωση και οι μετέπειτα εξελίξεις, μας διδάσκουν ότι τελικά επιβιώσαμε μέχρι σήμερα χάρις στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Διότι η Ορθόδοξη Παράδοση είναι Σταυροαναστάσιμη. Μας θυμίζει ότι μετά την κάθε Σταύρωση του Γένους ακολουθεί η Ανάσταση. Αρκεί να το πιστέψουμε!