Γυναίκες της Πίνδου

Παράτησαν τα πάντα προκειμένου να βοηθήσουν τους Έλληνες στρατιώτες στα απόκρημνα βουνά – «Εκεί πάνω ήταν τα παιδιά μας» λένε

Η προσφορά των γυναικών της Πίνδου στο δύσκολο πόλεμο εναντίον του Ιταλικού Φασισμού είναι ανεκτίμητη.

Με το ξέσπασμα του πολέμου του 1940, γυναίκες από τις πόλεις και τα χωριά της Ηπείρου άνοιξαν τα μπαούλα τους, ξήλωσαν τα προικιά τους, εκποίησαν τις βέρες τους, και έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους προκειμένου να βοηθήσουν τους στρατιώτες που βρίσκονταν στο μέτωπο. Στην επαρχία, μαζί με τα παιδιά και τους ηλικιωμένους, αντικαθιστούσαν τους άνδρες στις αγροτικές και κτηνοτροφικές δουλειές και, επειδή ακόμα και τα υποζύγια επιστρατεύτηκαν, ζώνονταν το αλέτρι, την αξίνα, το φόρτωμα. 

  Οι γυναίκες της Ηπείρου άνοιξαν τα σπίτια τους στους στρατιώτες, προσφέροντας τρόφιμα, κουβέρτες και ρούχα. Αγέλαστες και μαυροφορεμένες οι αγρότισσες των κακοτράχαλων βουνών, από την Κόνιτσα, το Ζαγόρι, το Πωγώνι, τη Φούρκα, τον Πεντάλοφο, τον Επτάλοφο, τη Βούρμπιανη σχημάτιζαν ατέλειωτες φάλαγγες, σκαρφαλώνοντας σε υψόμετρο 2.000 και 2.500 μέτρων, φορτωμένες πολεμοφόδια, όπλα και τρόφιμα στο ανέβασμα, και κουβαλώντας τραυματίες στο κατέβασμα. Όταν οι τραυματίες δεν τα κατάφερναν, εκτελούσαν και χρέη νεκροθάφτη. 

Οι γυναίκες της Πίνδου στην πρώτη φάση του ελληνοϊταλικού πολέμου, έφταναν εκεί που δεν έφτανε η επιμελητεία του στρατού λόγω του δύσβατου εδάφους. 
Εκτός των άλλων συμμετείχαν στη διάνοιξη και την επιδιόρθωση οδών, καθώς και στην κατασκευή τους. Μάλιστα, σύμφωνα με μαρτυρίες, όταν οι γεφυροποιοί του Μηχανικού αδυνατούσαν να ζεύξουν σε ένα σημείο τον ποταμό Βογιούσα λόγω του ορμητικού ρεύματος των νερών του, μια ομάδα γυναικών της Πίνδου μπήκαν οι ίδιες μέσα στο νερό και πιάστηκαν σφιχτά από τον ώμο, ώστε να δημιουργήσουν ένα ανθρώπινο ανάχωμα που θα ανέκοπτε την ορμή του ποταμού.

 Για όλες αυτές τις γυναίκες ο Νικηφόρος Βρεττάκος (1911 – 1991) έγραφε: « Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ’ ανέβαιναν. Με την ευκή στον ώμο τους κατά το γιό πηγαίναν και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε, μ’ αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα χάνονταν ορθομέτωπες η μιά πίσω απ’ την άλλη .»

Είναι οι ηρωίδες που πολλές φορές ξεχνάμε, παρά το γεγονός ότι χωρίς αυτές δεν θα γραφόταν το Έπος του ’40 τέτοιες μέρες πριν από 82 χρόνια.

Η συγκλονιστική μαρτυρία της Γυναίκας της Πίνδου-Ολα όσα έζησε στον πόλεμο του 1940

«Ήμασταν λίγες αλλά κάναμε ό,τι μπορούσαμε»

Τα κασάκια με τα πυρομαχικά που κουβαλούσαμε, μας είχαν πει ότι δεν έπρεπε να βρέχονται γιατί αλλιώς δεν θα έπαιρναν φωτιά στη μάχη και θα πήγαινε χαμένος ο κόπος μας. Εκείνες τις μέρες όμως, έβρεχε συνέχεια και δυνατά. Για να τα προφυλάξουμε τα φασκιώναμε με μάλλινες κουβέρτες, όπως τα μωρά. Οι κουβέρτες μούσκευαν και γινόντουσαν πολύ βαριές. Όταν πριν τον πόλεμο ανεβάζαμε στον Σταυρό ένα τρουβά με ψωμί και τυρί στους άντρες μας που βοσκούσαν εκεί πρόβατα, μας φαινόταν βαρύς. Τώρα, το κασάκι με σφαίρες και με κουβέρτα μουσκεμένη μας φαινόταν ελαφρά». 

Η Σουλτάνα Τζιάβα, αναφέρει: «Από το μικρό χωριό μας (σ.σ. το Επταχώρι) πήραν μέρος στη μεταφορά εκατό περίπου γυναίκες, όλες όσες μπορούσαν. Είμασταν λίγες, αλλά κάναμε ό,τι μπορούσαμε για την πατρίδα. Ήταν μέρες που περπατούσαμε δέκα και δώδεκα ώρες σε λάσπες και βροχές, φορτωμένες ζαλίκα».

Από την πλευρά της η Χάιδω Κων. Γεωργίου, σημειώνει: «Μας είχαν πει να μη χτυπάμε απότομα τα κασάκια στο ξεφόρτωμα. Υπήρχε κίνδυνος να σκάσουν οι χειροβομβίδες ή άλλα πυρομαχικά. Με τα κασάκια πηγαίναμε στα παιδιά που πολεμούσαν νερό να ξεδιψάσουν, ψωμί, τυρί, ό,τι άλλο πρόχειρο είχαμε. Άλλωστε ποια γυναίκα πρόφταινε να μαγειρεύει καθημερινά εκείνες τις ώρες;».

Άλλη μαρτυρία λέει. Χρειάστηκε να πάω στο Ζαγόρι, να δω τους γονείς μου (η μάνα μου ήταν άρρωστη) κι άφησα τα δύο παιδιά μου, με μια Γυναίκα στην Κορίτιανη, στα Κατσανοχώρια. Ξεκινώ με τ’ αυτοκίνητο, ως τη Δοβρά, Εκεί μαθαίνω ότι η παραπέρα συγκοινωνία κόπηκε. Οι Ιταλοί, έφθασαν απ’ τον Αώο στο Βρυσοχώρι κι ότι είναι επικίνδυνο να προχωρήσω. Ούτε μέσον υπήρχε.
Τους βλέπω όλους ανάστατους, ξεσηκωμένους, να τραβάν άλλοι κατά δω, άλλοι κατά κει. Όμως δε βλέπω γυναίκες.

Γυναίκες της Πίνδου εργάζονται για τη συντήρηση δρόμου.

Πού ναι οι γυναίκες; ρωτάω. Οι γυναίκες! μου λέει ο ανθυπασπιστής της Δοβράς Σιμιτζής: Κουβαλάνε πολυβόλα και πολεμοφόδια και τ’ ανεβάζουν στη Γκαμήλα και Αστράκα.
Τ’ ακούω και δεν το πιστεύω. Πως είναι δυνατόν; Πως μπορούν ν’ ανεβούν γυναίκες φορτωμένες, σ’ αυτά τ’ απάτητα βουνά, π’ ανεβαίνουν μόνο τα ζαρκάδια;!! Πρωτάκουστο!
– Μα πως ανεβαίνουν; ρωτάω πάλι.
– Τις δένουμε, μου λέει ο Σιμιτζής, με χονδρές τριχιές, από τη μέση και οι χωροφύλακες, από την κορυφή, τις τραβάνε…
Κι αυτές βαρυφορτωμένες, σκαρφαλώνουν, σαν τα κατσίκια, πιασμένες, πότε από τις πέτρες, που προεξέχουν, πότε από ρίζες, γονατίζοντας και καμιά φορά από το βάρος, με κίνδυνο να γλιστρήσουν και να γκρεμοτσακιστούν στα βάραθρα που χαίνουν μπροστά τους. Ανεβαίνουν, κατεβαίνουν αδιάκοπα και ρίχνουν και τίποτε κοτρώνια στον εχθρό κάτω, πόχει φθάσει στα Τσερβαριώτικα καλύβια….

Μου πιάνεται η αναπνοή, σαν τ’ ακούω αυτά… Σαλεύει ο νους μου, θέλοντας ν’ αναπαραστήσει αυτή τη σκηνή! Μήπως ονειρεύομαι; Μήπως δεν ακούω σωστά;…

Ακούω κι ένα φτωχό δίστιχο. «Τις Ηπειρώτισσες για δες, στης Πίνδου τα βουνά, πως πολεμάν με πετριές, για την Ελευθεριά»!…
Επάνω σ’ αυτό, ας σας πω τι έλεγε μετά, ένας Ιταλός αξιωματικός στα Γιάννινα, στο σπίτι του γιατρού Λάππα:
«Δεν είχε φοβηθεί το μάτι μου ποτέ, σας βεβαιώνω. Μα σαν είδα γυναίκα, σκαρφαλωμένη στην κορυφή του τρομερού βουνού, να μας κατρακυλάη κοτρώνια και να μας πολυβολή τρόμαξα, ομολογώ, και αφού την πολυβόλησα και την έριξα κάτω έσπευσα ν’ απομακρυνθώ» κ.λ.π….

Μετά από λίγο, εκλιπαρώ να μου δοθεί ένα στρατιωτικό άλογο, αφού δεν υπήρχε άλλο μέσον, και προχωρώ. Πως να εφοδιαστή το 15ο Σύνταγμα ενώ το πυροβολικό σφυροκοπούσε;….

Πρόβλημα τρομερό!! Πρόβλημα, πού απασχολούσε όλους…
Το μεγάλο αυτό πρόβλημα, το έλυσαν οι πλάτες των γυναικών και κοριτσιών του Ζαγορίου, που καθιερώθηκε πλέον επισήμως, ως μόνιμο μεταφορικό μέσον. Οι πλάτες αυτές, που έπρεπε ν’ αποθανατιστούν, έσωσαν την κατάστασιν…

Κουμπούνια, κουμπούνια, πηγαινοέρχονται, φορτωμένες πολεμοφόδια, ασταμάτητα και γυρίζουν, κουβαλώντας τραυματίες δικούς μας, που και πού και Ιταλούς, που παραξενεύονται και μένουν μ’ ανοιχτό το στόμα, σαν βλέπουν όλον αυτόν τον συναγερμό!…

Μαρτυρίες

Όταν φύγαμε από τη Λάρισα για να πάμε στην Κοζάνη, στο Σαραντάπορο εκεί πέρα οι δρόμοι τότε ήτανε καλντερίμια και χωματόδρομοι, θυμάμαι εκεί επάνω πριν από τα Σέρβια ότι ήταν γυναίκες οι οποίες την δεύτερη ημέρα ακριβώς προς την τρίτη φτιάχνανε τον δρόμο, δηλαδή ρίχνανε πέτρες μες στις λάσπες. Από τότε, από την ίδια μέρα και βέβαια εν συνεχεία στην Ήπειρο εθαυμάσθησαν οι γυναίκες αυτές. Εθαυμάσθησαν πολύ γιατί μετέφεραν εκεί που δεν μπορούσε ούτε μουλάρι. Βάζανε στην πλάτη, μαθημένες αυτές, αυτές κουβαλούσαν νερό και ξύλα. Πήγαιναν στο ρουμάνι μια ώρες δυο, φορτωνόταν τα ξύλα στην πλάτη και τα μετέφεραν στα σπίτια τους μέσα στα χιόνια. Εκάνανε βέβαια μια προμήθεια από το καλοκαίρι για τον χειμώνα, κάνανε για ένα μήνα, από κει και ύστερα. Πηγαίνανε πλέον μέσα στα χιόνια…

(Προφορική μαρτυρία Τάκη Τράντα, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982) 

 7 Νοεμβρίου 1940. Σήμερα σκοτώθηκαν δύο παιδιά του 33ου Συντάγματος και αυτό μάνιασε περισσότερο τους στρατιώτες. Φωνάζαν εμπρός για τη Ρώμη. Ο θάνατος αυτός αντί να μας δειλιάσει μας έδωσε περισσότερα φτερά για να κυνηγήσουμε τους Ιταλούς. Συνάντησα γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά. Μία ήτο 88 ετών. Μία μου είπε κλείδωσε το μικρό σε μια καλύβα για να βοηθήσει τον στρατό. Το βράδυ είδα μια γριούλα να κρατά δυο μικρά και η μητέρα τους ζύμωνε ψωμί για τον στρατό με το φως δυο κεριών που είχε μέσα σ’ ένα ποτήρι. Τα χιόνια, ο πάγος, το τρομερό κρύο, δεν φαίνονταν να τις τρόμαζε. Όλες γεμάτες χαρά ήθελαν να προσφέρουν στο στρατό ό,τι δεν μπορούσαν τα μεταγωγικά. Αλήθεια γυναίκες θαύμα.