Γιατί και πως επικράτησε η Χριστιανική πίστη στον Ελληνορωμαϊκό κόσμο

του θεολόγου-συγγραφέα Νικολάου Χ. Χριστοδουλάκη

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται από συγκεκριμένα κέντρα μια ολομέτωπη επίθεση στην Ορθόδοξη πίστη και παράδοση μας με προφανή στόχο να σκανδαλίσουν πιστούς και να παρουσιάσουν ως σχετικό, δανεικό και κλεμμένο, ότι έχει σχέση με τη Χριστιανική Εκκλησία.

Με επιλεκτική βιβλιογραφία, με επιστημονικά επιχειρήματα, αμφισβητούν το Βυζάντιο, τη μεγαλοσύνη και αγιοσύνη του Μεγάλου Κωνσταντίνου, υπερτονίζουν τη δολοφονία της φιλοσόφου Υπατίας, υποστηρίζουν ότι οι χριστιανοί πυρπόλησαν την περίφημη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και καταλήγουν στην …. Αδιαμφισβήτητη «αλήθεια», ότι ο Χριστιανισμός είναι ένας …. Εξελιγμένος Μιθραϊσμός.

Κατηγορούν τον Μεγάλο Κωνσταντίνο για πολλά εγκλήματα και επομένως ανάξιο της αγιότητος.

Πρώτα-πρώτα τα εγκλήματα αυτά διεπράχθησαν, ενώ δεν ήταν βαπτισμένος χριστιανός.

Για τον χριστιανισμό, όσο αμαρτωλός κι αν είναι ο άνθρωπος, όταν μετανοήσει ειλικρινώς και εκ βάθους καρδίας, όχι μόνο συγχωρείται, αλλά και άγιο μπορεί να τον αναγνωρίσει το εκκλησιαστικό πλήρωμα, όταν αυτό επιβάλλεται από την Ορθόδοξη ζωή και δράση του.

Θυμίζομε, ότι ο Χριστός συγχώρεσε τον ληστή πάνω στον σταυρό του μαρτυρίου, ενώ και ο απόστολος Παύλος, πριν δεχτεί την αποκάλυψη του Θεανθρώπου ήταν διώκτης των χριστιανών.

Ως προς την μεγαλοσύνη του, όσο κι αν προσπαθούν να τον χαμηλώσουν, τα έργα του μιλούν από μόνα τους.

Μέχρι το 313 μ.χ. που μαζί με τον Λικίνιο υπέγραψε το διάταγμα των Μεδιολάνων, είχαμε εκατομμύρια χριστιανούς μάρτυρες, που δυστυχώς το αποσιωπούν.

Οι καλύτεροι συνεργάτες των Ρωμαϊκών αρχών και οι μεγαλύτεροι καταδότες χριστιανών, δεν ήταν μόνο τα ιερατεία των εθνικών και των Ιουδαίων, αλλά δυστυχώς και οι μορφωμένοι της εποχής. Οι λόγοι που η Ρώμη κατεδίωξε την πίστη του Χριστού ήταν θεολογικοί, κοινωνικοί και κυρίως πολιτικοί.

Πρώτοι οι χριστιανοί αντέδρασαν στην απαίτηση μέχρι τότε της Ρωμαϊκής εξουσίας να λατρεύουν ως Θεούς τους εκάστοτε αυτοκράτορες κι αντέταξαν το περίφημο «πειθαρχείν δεί Θεώ μάλλον ή ανθρώπους» (πράξ. 5,29), δηλαδή προτιμούμε να πειθαρχούμε στο Θεό παρά στους ανθρώπους.

Ήταν τέτοιο το ήθος των χριστιανών απέναντι στην παρακμή του Ρωμαϊκού κόσμου, που δεν υπήρχε περίπτωση να μην επικρατήσουν σ’ όλους τους τομείς του ιδιωτικού και δημόσιου βίου.

Αυτό άλλωστε το απέδειξε ο χρόνος και η ιστορία. Η προς Διόγνητον επιστολή μια χριστιανική πηγή του 2ου μ.χ. αιώνα, είναι ιδιαιτέρως αποκαλυπτική.

Τι μας λέει αυτή η πηγή; Διαβάζομε: «Οι χριστιανοί δεν ξεχωρίζουν από τους άλλους ανθρώπους ούτε στον τόπο κατοικίας, ούτε στην ομιλία, ούτε στα έθιμα. Γιατί ούτε σε ιδιαίτερες πόλεις κατοικούν, ούτε καμιά ξεχωριστή διάλεκτο χρησιμοποιούν, ούτε ιδιόρρυθμα ζουν. Ενώ όμως κατοικούν σε πόλεις Ελληνικές και βαρβαρικές – εκεί  που βρέθηκε ο καθένας- και ακολουθούν τα εγχώρια έθιμα στην ενδυμασία, στη διατροφή και στις άλλες πλευρές της ζωής, ο τρόπος της ζωής τους είναι στ’ αλήθεια θαυμαστός και παράδοξος.

Κατοικούν στις ιδιαίτερες  πατρίδες τους, αλλά σαν περαστικοί και ταξιδιώτες. Συμμετέχουν σε όλα ως πολίτες, και όμως υπομένουν τα πάντα σαν ξένοι. Κάθε ξένη χώρα είναι πατρίδα τους και κάθε πατρίδα τη θεωρούν ξένη χώρα.

Παντρεύονται όπως όλοι, γεννούν παιδιά, αλλά δεν τα πετούν, όπως οι ειδωλολάτρες.

Παραθέτουν τραπέζι, αλλά δεν το βεβηλώνουν με όργια. Έχουν σάρκα, αλλά δεν ζουν σαρκική ζωή.

Κατοικούν στη γη, αλλά είναι πολίτες του ουρανού. Υπακούουν στους ισχύοντες νόμους, αλλά με τη ζωή τους νικάνε τους νόμους.

Με δυό λόγια, ότι είναι για το σώμα η ψυχή, το ίδιο είναι για τον κόσμο οι χριστιανοί».

Κι ερχόμαστε στον Μέγα Κωνσταντίνο, που δεν του συγχωρούν οι σύγχρονοι επικριτές του, ότι τόλμησε να εγκαινιάσει το 330 μ.χ. την Κωνσταντινούπολη, που έγινε η πρωτεύουσα μιας αυτοκρατορίας, που έζησε 1123 χρόνια και δίδαξε ένα τέτοιο πολιτισμό κι ένα τέτοιο τρόπο ζωής, που και σήμερα αφήνει κατάπληκτους τους ιστορικούς μελετητές και ερευνητές.

Σημειωτέον, ότι πυλώνες αυτής της αυτοκρατορίας ήταν η Ορθοδοξία, η Ελληνική γλώσσα και η καλλιέργεια των Ελληνικών σπουδών.

Χαρακτηριστικό, ότι το πολυτιμότερο ανάγνωσμα μετά την Αγία Γραφή ήταν τα ομηρικά έπη για τους «Βυζαντινούς» προγόνους μας.

Δεν συγχωρούν λοιπόν στο Μέγα Κωνσταντίνο, ότι ενώ οι χριστιανοί ήταν περίπου το ¼ των κατοίκων της αυτοκρατορίας, τους υποστήριξε τόσο ένθερμα και ειλικρινά, που μαζί με την μητέρα του την αγία Ελένη συνέβαλαν τα μέγιστα στον θρίαμβο της χριστιανικής Εκκλησίας.

Γι αυτό πρέπει να κατασυκοφαντηθεί και να σπιλωθεί η μνήμη του, ώστε να μειωθεί η προσφορά του όχι μόνο για την επικράτηση του χριστιανισμού, αλλά και για την μέγιστη συμβολή του στην παγκόσμια ιστορία.

Κατηγορούν ακόμη για τη δολοφονία της φιλοσόφου Υπατίας, όταν ξέρομε, ότι τον 3ο και 4ο αιώνα η Αλεξάνδρεια ήταν ένα καμίνι συγκρούσεων φανατικών ειδωλολατρών από τη μια πλευρά με χριστιανούς και Εβραίους από την άλλη και κατά συνέπεια οι απώλειες κι από τις δύο πλευρές ήταν αναπόφευκτες.

Για μας τους χριστιανούς όλ’ αυτά είναι γνωστά, γιατί ξέρομε τη ζωή και το μαρτύριο της αγίας Αικατερίνης, που έζησε και έδρασε την ίδια εποχή στην Αλεξάνδρεια. Και να το θυμίσομε, ότι η αγία Αικατερίνη από πλευράς παιδείας και μόρφωσης, δεν ήταν καθόλου κατώτερη από την περίφημη Υπατία.

Λυπούμαστε για την δολοφονία της Υπατίας οι χριστιανοί, αλλά να μην ξεχνάμε, ότι μέχρι το διάταγμα των Μεδιολάνων 313 μ.χ. έχομε εκατομμύρια μάρτυρες για την πίστη του Χριστού και της Εκκλησίας του.

Κι ερχόμαστε στην πυρπόληση της περίφημης βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, τονίζοντας και διαλαλώντας, ότι δεν υπάρχει καμιά απολύτως ιστορική απόδειξη, ότι οι δράστες ήταν χριστιανοί.

Απεναντίας υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις, αν όχι αποδείξεις, ότι το αποτρόπαιο αυτό έργο, ήταν δουλειά των μουσουλμάνων αράβων.

Κι επειδή κάποιοι ημιμαθείς γράφουν και υποστηρίζουν, ότι οι Άραβες διέσωσαν τη φιλοσοφία και τον πολιτισμό μας θα τους θυμίσομε το πολύ απλό, ότι οι Άραβες από τον Μωάμεθ και μετά δηλαδή από τον 7ο μ.χ. αιώνα παίζουν σημαντικό ρόλο στην ιστορία, ενώ μόλις συναντήθηκαν με τους Βυζαντινούς προγόνους μας, έμαθαν γράμματα ΕΛΛΗΝΙΚΑ κι αυτά μετέφεραν ως κατακτητές σ’ άλλους λαούς.

Άλλωστε τους γνωρίσαμε πολύ καλά, αφού πολεμήσαμε μαζί τους και κάποιες περιοχές μας τις κατέλαβαν και τις υποδούλωσαν.

Εδώ στην Κρήτη, κάτι παραπάνω ξέρομε, γιατί τους γνωρίσαμε ως κατακτητές από το 820 μέχρι το 961 μ.χ., που μας ελευθέρωσε ο Νικηφόρος Φωκάς.

Είναι ιστορική απρέπεια και βάναυση παραποίηση της χριστιανικής θεολογίας και Γραμματείας, να υποστηρίζουν «μορφωμένοι» άνθρωποι, ότι ο χριστιανισμός στηρίζεται μόνο σε δύο βιβλία και μάλιστα με πλήθος αντιφάσεων μεταξύ τους.

Τους πληροφορούμε, ότι τα έργα της χριστιανικής Γραμματείας είναι χιλιάδες κι αν δεν το ξέρουν να ψάξουν να διαβάσουν τους πατέρες της εκκλησίας, που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τους μεγάλους σοφούς όχι μόνο της Ελληνικής και Ρωμαϊκής αρχαιότητας, αλλά κι από συγγραφείς και φιλοσόφους της λεγόμενης Αναγέννησης και του Διαφωτισμού.

Αν διαβάσουν Γρηγόριο Θεολόγο, που έγραψε 407 έπη σε αρχαία προσωδιακά μέτρα, Μέγα Βασίλειο, Ρωμανό τον Μελωδό και τον Γρηγόριο τον Παλαμά, τότε θα μάθουν τι είναι η Ορθοδοξία και ποια η σχέση της με τα Ελληνικά γράμματα.

Κι επειδή μιλάμε για Ελληνικά γράμματα τους πληροφορούμε ότι ο Μέγας Φώτιος, ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης και ο Αρέθας Καισαρείας είναι από τους μεγαλύτερους Ελληνιστές όλων των εποχών.

Συγκεκριμένα ο Μέγας Φώτιος από τα 90 έργα αρχαίων και Βυζαντινών κοσμικών συγγραφέων που αναφέρει στη «Βιβλιοθήκη» του περίπου 60 θα ήταν σε μας πλημμελώς ή και τελείως άγνωστα. Εξήντα από αυτά τα έργα είναι ιστορικά και από αυτά μόνο εννέα σώζονται πλήρη σήμερα.

Ο δε Καισαρείας Αρέθας γεννημένος στην Πάτρα μεταξύ του 850 και 860 διασώζει τα χειρόγραφα σημαντικών αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων αντιγράφοντας τα από εύθραυστους παπύρους σε πιο ανθεκτικές περγαμηνές.

Ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης έζησε τον 12ο αιώνα και μόνο με το έργο του «παρεμβολαί εις την Ομήρου Οδύσσειαν και Ιλιάδα» θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους Ομησιστές όλων των εποχών.

Μη μας λένε λοιπόν ειδικά σήμερα, ότι η λέξη Έλληνας ήταν ύβρις και βαθύτατη κατηγορία στην Ελληνορθόδοξη αυτοκρατορία της Ανατολής, γιατί και τις πηγές αγνοούν και την ιστορία διαστρεβλώνουν.

Η λέξη έλλην-νας μέχρι τουλάχιστον τον 10ο αιώνα σήμαινε τον οπαδό της εθνικής θρησκείας του λεγόμενου Δωδεκαθέου του Ολύμπου.

Δεν είχε η λέξη καμιά απολύτως φυλετική εις βάρος των Ελλήνων σημασία.

Οι χριστιανοί πατέρες έγραψαν, θεολόγησαν, φιλοσόφησαν, προβλημάτισαν, εκπολίτισαν και φώτισαν με όργανο την Ελληνική γλώσσα και Παιδεία.

Μακάρι, όπως πίστεψαν και υπηρέτησαν την Ελληνικότητα οι χριστιανοί πατέρες, να πίστευαν και οι σημερινοί «φωτιστές» μας. Τότε δεν θα χρειαζόταν να αναλύαμε τα αυτονόητα.

Εκεί όμως που … κατατροπωθήκαμε ήταν, όταν διαβάσαμε τις Μιθραϊκές επιδράσεις στη χριστιανική πίστη και παράδοση μας.

Κατ’ αρχάς ποιος αρνήθηκε, ότι ο χριστιανισμός δεν δέχτηκε επιδράσεις από άλλες θρησκευτικές ή ιστορικές παραδόσεις; Ποιο είναι όμως το σπουδαίο σ’ αυτή την ιστορία, οι όποιες επιδράσεις ή τελικά ή υπέρβαση και ο «εκχριστιανισμός» τους;

Ο χριστιανισμός προσέλαβε πολλά και εθεράπευσε, εκχριστιάνισε πλείστα.

Είναι γνωστότατη η ρήση του Γρηγορίου του θεολόγου «το απρόσληπτον και αθεράπευτον».

Άλλωστε ο Χριστός δια της Εκκλησίας του προσλαμβάνει τον άνθρωπο και τον κόσμο και τους μεταμορφώνει σε Βασιλεία του Θεού.

Είναι πολύ συνηθισμένο κι άλλες θρησκείες να μιλούν για αγάπη, για εγκράτεια, για πάλη καλού-κακού, για κόλαση ή παράδεισο και να χρησιμοποιούν «κοινά» σύμβολα.

Ξέρετε όμως που είναι η διαφορά με την πίστη του Χριστού; Ότι εδώ έχομε τον ίδιο τον Θεό να γίνεται και άνθρωπος στο πρόσωπο του Χριστού, να προσλαμβάνει εμάς τους αναξίους για να μας κάνει κατά χάρη Θεούς. Και τούτο να μας το λέει, να πασχίζει για να το καταλάβομε – με την διδασκαλία, τα θαύματα, το καθημερινό παράδειγμα – γεγονότα εκτός από θεολογικά και ιστορικά – ώστε οι όποιες αμφιβολίες να εξανεμίζονται.

Έχομε λοιπόν από τη μια το ΙΣΤΟΡΙΚΟ πρόσωπο Χριστός κι από την άλλη μύθους, θεωρίες και σύμβολα. Ποτέ η Εκκλησία δεν ισχυρίστηκε, ότι ο σταυρός είναι εφεύρεση της.

Αρχαίο Αιγυπτιακό σύμβολο και μάλιστα με πολλές μορφές χρησιμοποιήθηκε από πολλούς λαούς και παραδόσεις, ακόμη και σύμβολο του Ναζισμού υπήρξε στην αγκυλωτή έκδοση του.

Για μας όμως τους Ορθοδόξους, ο Σταυρός σημαίνει την Σταυρική θυσία του Κυρίου μας, που από αγάπη και μόνο θυσιάζεται για μας για να νικηθεί ο θάνατος και να θριαμβεύσει η ζωή με την Ανάσταση Του.

Χριστός Σταυρός – Ανάσταση για την Ορθόδοξη πίστη μας πηγαίνουν μαζί, όπως και ηξ Αγία Τριάδα.

Κι εδώ μιλάμε για θεολογία, για Ιστορία, για θαύματα σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο.

Ως Εκκλησία ποτέ δεν κρύψαμε, ότι την 25η Δεκεμβρίου οι Μιθραϊστές – Ηλιολάτρες γιόρτασαν τον Θεό-ήλιο τους.

Η χριστιανική Εκκλησία ως τον 4ο αιώνα την Γέννηση και την Βάπτιση του Χριστού τις γιόρταζε μαζί στις 6 Ιανουαρίου. Πολύ σοφά όμως οι χριστιανοί πατέρες σκέφτηκαν την Γέννηση του Χριστού να την μεταφέρουν στις 25 Δεκεμβρίου για να αντιπαραβάλλουν τον Αληθινό Ήλιο της Δικαιοσύνης με τα μυθεύματα του Μίθρα και των ηλιολατρών.

Είναι τυχαίο, που ακόμα και σήμερα ο κύριος Χριστουγεννιάτικος ύμνος περιλαμβάνει εικόνες από τον ήλιο και το Φως; Τι λέει ο ύμνος; «Η γέννησις χριστέ ο Θεός ημών, ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο, σε προσκυνείν, τον Ήλιον της Δικαιοσύνης ….».

Δεν χρειάζεται καν μετάφραση ή ερμηνεία γιατί ο ύμνος δεν έχει καμιά άγνωστη λέξη ακόμα και σήμερα μετά από τόσους αιώνες.

Όσον αφορά την χρησιμοποίηση από τους Μιθραϊστές ψωμιού και κρασιού για την «κοινωνία» τους, έχομε να πούμε, ότι εδώ πρόκειται για θρησκευτική τελετή και τίποτα περισσότερο, ενώ στην Ορθοδοξία ο Μυστικός Δείπνος είναι Μυστήριο ζωής και κοινωνίας Θεού και ανθρώπου.

Τα χριστιανικά μυστήρια δεν είναι τελετές μύησης και μαγείας, αλλά οδοί και μέσα παροχής της χάριτος του Τριαδικού Θεού σε μας τους πιστούς και προϋποθέτουν πίστη, πνευματικό αγώνα, μετάνοια και αδιάλειπτη προσευχή.

Αν συγκρίνομε την Ανάληψη του Χριστού με του Μίθρα, που πηγαίνει στον πατέρα του Άχουρα-Μάσδα, θα ξανατονίσομε, ότι ο Χριστός ως ο Αποκαλυπτόμενος Θεός, δρα εντός της ιστορίας ως υπαρκτό πρόσωπο, κι έτσι γίνεται γεγονός η Ανάληψη Του ενώπιον των μαθητών Του, όπου ακούνε τις τελευταίες υποθήκες και υποσχέσεις Του, ενώ η ανάληψη του μυθικού Μίθρα είναι μύθοι κατασκευασμένοι και φτιαγμένοι, όπως όλο το Μιθραϊκό σύστημα.

Τώρα για τα κοινά σύμβολα ή τις ομοιότητες του κατακλυσμού της Παλαιάς Διαθήκης με τους μύθους του Δευκαλίωνα και του έπους του Γκιλγκαμές, για τη γέννηση σε σπηλιά του Μίθρα, για προσκύνηση μάγων, για το λιοντάρι ή τον αετό των μιθραϊστών, για την χρήση καμπάνας, καντηλιού, αγιασμού, προσευχών, ύμνων, αναμμένων κεριών και νηστειών έχομε να πούμε, ότι στις εποχές που ξεκίνησαν και έδρασαν αυτές οι θρησκείες ή και που γράφτηκαν τα πρώτα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης ήταν συνηθισμένο πράγμα να χρησιμοποιούνται μυθικά στοιχεία και περιγραφές, γιατί αυτό ήταν το κοσμοείδωλο κατανόησης πολλών πραγμάτων για τους ανθρώπους της τότε εποχής.

Αν μελετήσομε π.χ. την θεολογία του έπους του Γκιλγκαμές και του κατακλυσμού του Δευκαλίωνα και της Πύρρας και την συγκρίνομε μ’ αυτή της Π. Διαθήκης δεν υπάρχει καμιά ταύτιση, αφού λείπουν εντελώς το ηθικό στοιχείο και η περίφημη πρόνοια του Θεού.

Δεν μπορούμε λοιπόν να μιλάμε μόνο για κάποιες επιφανειακές ομοιότητες και να περαθεωρούμε αλήθειες και πραγματικότητες του Θεού της Αποκάλυψης της Π. Διαθήκης, που αφορούν τον άνθρωπο και τη ζωή του πάντα μέσα στην ιστορία.

Άλλο το περίβλημα κι άλλο η ουσία και η αλήθεια με συγκεκριμένα πρόσωπα «εν τόπω και χρόνω».

Για την ορθοδοξία το πρωτεύον είναι η θεολογία και η ιστορία προσώπων  και γεγονότων ζωής, που αναφέραμε.

Ποια άλλη πίστη βασίστηκε σε τέτοια γεγονότα ζωής και ιστορίας, που αφορούν το πρόσωπο του Χριστού;

Ποιος άλλος από τους λεγόμενους ιδρυτές θρησκειών, υποστήριξε εν έργω και λόγω, ότι είναι ο Γιός του Θεού και Θεός ο ίδιος;

Ποιος άλλος είπε «ο πατέρας μου κι εγώ είμαστε ένα»(Ιωαν ι,30) ή «Αυτός που είδε εμένα, είδε και τον Πατέρα;»(Ιωαν.ιδ,9)

Για ποιόν άλλο προφητεύθηκαν τόσο λεπτομερέστατα αιώνες πριν έρθει σ’ αυτόν τον κόσμο, η Ενανθρώπηση, η διδασκαλία, τα θαύματα, η σταύρωση και προπαντός η Ανάστασή Του;

Γιατί στην Παλαιά Διαθήκη βλέπουν μόνο αντιφάσεις ή την ιστορία των Εβραίων και δεν βλέπουν, αυτό που πρέπει να δουν, ότι δηλαδή μας πηγαίνει κατ’ ευθείαν στον Ιησού Χριστό;

Για ποιόν άλλον υποστήριξαν άνθρωποι και μάλιστα μέχρι θανάτου, ότι τον είδαν και τον άγγιξαν, ενώ είχε αναστηθεί;

Και τέλος για ποιόν άλλον έχουν γραφτεί και ειπωθεί τόσα πολλά;

Τελικά πολύ φοβούμαστε, ότι ο μεγάλος Γκαίτε είχε δίκιο, όταν έλεγε, ότι όλη η ανθρώπινη ιστορία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας αγώνας μεταξύ της πίστεως και της απιστίας.

Βιβλιογραφία

Βλασίου Φειδά: Εκκλησιαστική ιστορία, Αθήνα 1973.

Του αυτού:                   »                   »      ΙΙ Αθήνα 1977.

Παν. Τρεμπέλα: Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμοι 3, Αθήνα   1959-1961.

Σάββα Αγουρίδη:  Ερμηνευτική των ιερών κειμένων,   Αθήνα  1979.

Του αυτού:  Βιβλικά Μελετήματα (τεύχος Β) Θεσσαλονίκη 1971.

Στέργιου Ν. Σάκκου: Μαθήματα εισαγωγής εις την Καινήν Διαθήκην, Θεσσαλονίκη  1972.

Μέγα Φαράντου: Η θρησκεία, Δογματική θεώρησις, Αθήνα  1978.

Χρήστου Γιανναρά: Κεφάλαια Πολιτικής θεολογίας, Αθήνα 1976.

Πρωτοπρεσβυτέρου Μιχαήλ Καρδαμάκη: Ορθόδοξη Πνευματικότητα, Αθήνα 1980.

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμοι Ζ,Η και Θ της , Εκδοτικής Αθηνών.

Στήβεν Ράνσιμαν: Βυζαντινός Πολιτισμός, Αθήνα 1969.

Του αυτού: Η Βυζαντινή Θεοκρατία, Αθήνα  1977.

Ηθική και Θρησκευτική Εγκυκλοπαίδεια, Αθήναι  1962-1968, οκτώ τόμοι.

Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Ιερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη  1974.

Λεξικό Ορθόδοξης Θεολογίας Τόμος Α΄1997, Τόμος Β΄ 2001 Αθήνα.

CYRIL MANGO: Βυζάντιο: Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, Αθήνα 1990.

Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου: Το πρόσωπο στην Ορθόδοξη Παράδοση Γ  έκδοση 1997.

Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Μεταλληνού: Σχέσεις και Αντιθέσεις. Αθήνα 1998.

Του αυτού: Λόγος ως Αντίλογος-Θεολογικά δοκίμια, έκδοση πρώτη, Αθήνα 1998.

Του αυτού: Αναζητήσεις σε καιρούς γενικής χρεοκοπίας, εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»  Θεσσαλονίκη 2016.