Αγία μεγαλομάρτυς Βαρβάρα

«Βαρβάραν τήν Ἁγίαν τιμήσωμεν, ἐχθροῦ γάρ τάς παγίδας συνέτριψε»

Ακούσαμε πριν από λίγο να μας λέει το απολυτίκιον της αγίας.

Ανταποκριθήκαμε σήμερα καί προστρέξαμε μέ εὐλάβεια, κυκλοῦντες ἤδη τό Ἅγιο Θυσιαστήριο, αγ.αδ.., τούτου τοῦ περικαλή Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας. Καί συνήλθαμε ἅπαντες, τιμῶντες καί ὑμνοῦντες, ἐν προσευχῆς, την «Βαρβάραν τήν Ἁγίαν», τήν οἰκοδέσποινα τῆς σημερινῆς πνευματικῆς πανδαισίας, τήν ἀνδρείαν γυναῖκα, τήν γενναίαν ἀθλήτριαν, νύμφην τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ Ἁγία Βαρβάρα μέ τήν μεγαλομαρτυρική της ζωή δείχνει ἀσφαλῶς μέχρι καί τῶν ἡμερῶν μας, τοπικά ὅσο καί σέ κάθε γωνιά τοῦ ὡραίου, ἀλλά καί ἐφήμερου κόσμου τούτου, τήν οἰκουμενικότητα τῆς Ἁγιότητος. Τιμοῦμε τήν Ἁγία Βαρβάρα διότι συνέτριψε «τοῦ  ἐχθροῦ τάς ἐνέδρας». Ἀπέφυγε καί διέλυσε τίς κακοτοπιές καί τίς παγῖδες τοῦ πονηροῦ καί μέ φρόνημα σταθερό, ἀνδρεῖο καί κραταιό, «τήν πίστην ἐτήρησε». Ὑπέμεινε ἀγόγγυστα καί καρτερικά τίς διώξεις, τίς ἀπειλές, τίς τιμωρίες καί τό μαρτυρικό τέλος. Ὕψωσε ἕως τρίτου οὐρανοῦ τήν ἐλπίδα της εἰς τόν Θεόν καί ἔγινε ἡ ἴδια λαμπάδα φωτός, πού ἑνώνει πλέον μέ τό μαρτυρικό της τέλος τή γῆ μέ τόν οὐρανό εἰς τό διηνεκές.

Ὁ εὐλογημένος λαός μας μέ τή σοφία του μαρτυρεῖ τό γνωστόν «Ἀπό ἀγκάθι βγαίνει ρόδο…» καί τοῦτο ἀκριβῶς ἀντανακλᾶ στήν πραγματικότητα τοῦ βίου τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, ἡ ὁποία πραγματικά ἀποτελεῖ ρόδο εὔοσμο πού ἐξῆλθε ἀπό ἕνα ἀγκάθι. Ρόδο, τό ὁποῖο δέν νικήθηκε, οὔτε καταπνίγηκε ἀπό τό ἀγκάθι τῆς εἰδωλολατρείας καί ἐξήνθησε ἀπό τά βέβηλα καί ἀκανθώδη χέρια τοῦ κακούργου πατέρα της. Ἡ περίπτωση αὐτή, εἶναι πιστή ἐπαλήθευση τῆς προφητείας τοῦ Κυρίου: «παραδοθήσεσθε δὲ καὶ ὑπὸ γονέων καὶ συγγενῶν καὶ φίλων καὶ ἀδελφῶν, καὶ θανατώσουσιν ἐξ ὑμῶν, καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου·» (Λουκ. 16,21).

Ταυτόχρονα ὑπῆρξε καί ἡ πιό τραγική περίπτωση, πού μιά πανέμορφη σωματικά καί ψυχικά, πιστή καί ἄμωμη θυγατέρα θανατώθηκε ἀπό τά φονικά χέρια τοῦ πατέρα της, γιά νά ἐπαληθευθεῖ ἡ ἐπίσης τραγική πραγματικότητα τῆς φθορᾶς τῆς ἀνθρώπινης φύσης καί τῆς πατρότητος ὅταν ἀκόμα καί αὐτός ὁ ἴδιος ὁ πατέρας μεταβάλλεται σέ «τέρας». Πόσο τραγικά ἡ φανατική εἰδωλολατρική πίστη τυφλώνει πράγματι τόν ἄνθρωπο, ὁδηγῶντας τον σέ ἀκρότητες, βιαιότητες, ἐγκλήματα, τότε καί πάντοτε, στό διάβα τῆς ἱστορίας τούτου τοῦ κόσμου. Καί πόσο ἐπίκαιρο εἶναι τοῦτο τό μήνυμα σέ καιρούς, κατά τούς ὁποίους παρατηροῦμε ὄχι πολύ μακρυά ἀπό ἐμᾶς ἔξαρση φαινομένων θρησκευτικοῦ φανατισμοῦ καί μισαλλοδοξίας.

 Ἡ Ἁγία Βαρβάρα ἔζησε τά χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Μαξιμιανοῦ, περί τό 290, κόρη τοῦ Διόσκορου, κάποιου Ἕλληνα-εἰδωλολάτρη τῆς ἐποχῆς. Ἐποχῆς που χαρακτηριζόταν γιά τούς φρικτούς διωγμούς ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, γιά τούς βασανισμούς, τά μαρτύρια καί τίς θανατώσεις ὄσων τολμοῦσαν νά ὁμολογήσουν τήν χριστιανική πίστη. Τήν πίστη τῆς ἀληθινῆς πρός πάντας ἀγάπης, τῆς συνεχοῦς συγχωρήσεως, τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου.

Σύμφωνα μέ ὅσα ὑπέροχα διασώζει ἀπό τά τόσα θαυμαστά τοῦ βίου της, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἡ Ἀθληφόρος Ἁγία γεννήθηκε στήν Ἡλιούπολη τῆς Μικράς Ἀσίας. Ἡ σεμνότητα της ὑπῆρξε θεοδίδακτος. Ἡ εὐσέβεια τῆς νεάνιδος Βαρβάρας ἀναπτύχθηκε γρήγορα. Ὁ δυσεβέστατος ὅμως πατέρας της, φοβούμενος τήν νεανική ὀμορφιά της, τήν ἀπομόνωσε, σέ πύργο ὑψηλό. Ἐκείνη ὅμως κατενόησε σύντομα τό ἀνυπόστατο, τό μάταιο καί ἐφήμερο τῆς τερπνότητος τοῦ κόσμου, παραδόξως ἔμαθε γιά τό Χριστό, πίστεψε κρυφά εἰς τόν οὐράνιο Νυμφίο καί ζοῦσε μυστικῶς ἐν Χριστῷ. Μέσα στήν περίσσεια τῶν ἀγαθῶν, στό πλῆθος τῶν ἀνέσεων καί παρά τίς τόσες ἀπολαύσεις, ἡ ἁγία ὄχι μόνο δέν ἔχασε τήν ἁπλότητα, τήν ἁγνότητα, τήν ταπείνωση, τίς ἀρετές της, ἀλλά ἔγινε θεοφώτιστη.

 Ὁ λάτρης τῶν εἰδώλων καί  ἀσεβής πατέρας της, δέν ἄργησε νά μάθει πώς ἡ κόρη του εἶναι χριστιανή. Θυμωμένος πολύ καί με μανία μεγάλη στράφηκε ἐναντίον της, μέ ὀργή καί μανία, θέλοντας μόνο νά μεταπείσει τή θυγατέρα του και νά τή στρέψει εἰς τά εἴδωλα. Ἡ  Ἁγία ἔφυγε καί κάποια πέτρα που ἀκούμπησε, «παραδόξως ἐσχίσθη καί τήν ἐδέχθη», ὅπως χαρακτηριστικά ἀναφέρει ὁ Συναξαριστής. Ὁ σκληρός πατέρας της δέν σταμάτησε νά τήν καταδιώκει, μέχρις ὅτου τήν βρῆκε τελικά κατόπιν μεσολαβήσεως κάποιου καταδότη. Τήν ἅρπαξε ἄσπλαχνα ἀπό τά μαλλιά τῆς κεφαλῆς καί τήν ὁδήγησε τυφλός ἀπό τόν  θρησκευτικό φανατισμό του στόν ἄρχοντα τῆς χώρας. Τήν ὁδήγησε βίαια ἐνώπιον τοῦ Μαρκιανοῦ γιά νά τήν παιδεύσει, γιά νά τῆς ἀλλάξει γνώμη, μέ φοβέρες καί ἀπειλές. Ἀκόμη κι ἐκεῖνος ὅμως ἔκθαμβος κατέμεινε ἀπό τό κάλλος, τήν σοφία, τήν ὀμορφιά της. Τήν Ἁγία παρότρυνε βασανιστικά μέ ὑποσχέσεις ἀρχικά καί ἔπειτα μέ ποινές νά προσκυνήσει τά εἴδωλα. Ἡ Ἁγία ὁμολογεῖ τόν Χριστόν ἀλλά ἀμέσως ὑφίσταται τά ἄδικα κολαστήρια, «δέρεται δυνατά καί καταξεσχίζεται εἰς τάς σάρκας καί κατακαίεται εἰς τάς πλευράς» κατά τόν Συναξαριστή.

Ἐξέπληξε πάντας ὑπομένοντας μέ καρτερία τάς τῶν τυράννων πληγάς, τά δεσμά, τάς φυλακάς, ἡ Μεγάλη αυτή Μάρτυς ἡ ποθήσασα τά ἄρρητα καί ὑπερκόσμια κάλλη τοῦ Παραδείσου. Μά τά βασανιστήρια, τά σιδερένια νύχια, οἱ  ἀναμμένες λαμπάδες, τά ἀτσάλινα σφυριά δέν εἶναι ἱκανά νά ἀλλάξουν την πίστη τῆς ἁγίας. Στή συνέχεια τήν χτύπησαν ἀλύπητα στό κεφάλι, τήν γύμνωσαν καί τήν περιτριγύριζαν ἀδιάκοπα στήν πόλη χτυπώντας την ἀσταμάτητα.

Τελικά υπέμεινε τήν τερατώδη λύσσαν τοῦ παιδοκτόνου πατρός της, ὁ ὁποῖος τῆς ἀπέκοψε τό κεφάλι διά ξίφους. Λέγεται δέ ὅτι ἀφοῦ κατέσφαξε τήν Ἁγία, ὁ πατέρας της κατεβαίνοντας ἀπό τό βουνό χτυπήθηκε «ἀπό κεραυνόν.

Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, διά τοῦ ὑμνογράφου αὐτῆς μᾶς προέτρεψε νωρίτερα σέ ἕνα ἀπό τά τροπάρια τῶν Αἴνων τῆς ἑορτῆς: «Τήν πανήγυριν σήμερον, τῆς ἀθληφόρου Βαρβάρας, δεῦτε λαοί ὑμνήσωμεν· ταύτην γάρ οὔτε ξίφος, οὔτε πῦρ, οὔτε ἄλλη βάσανος, ἐτροπώσαντο». Γι αυτό μας προτρέπει  πάντες ἐν χαρᾷ βαθείᾳ, Βαρβάραν τήν ἁγίαν τιμήσωμεν καί τήν πανήγυριν αὐτῆς ὑμνήσωμεν. Ὄχι ὅμως τυπικῶς, ἐθιμοτυπικῶς ἤ ἐπιφανειακῶς, ἀλλά οὐσιαστικῶς, καρδιακῶς και βιωματικῶς.

 Ἀς δοῦμε αγ.αδ.. καί ἀς προσλάβομε σήμερα, σέ καιρούς ποικίλων δυσκολιῶν τῆς πίστης, σέ διάφορες μορφές καί ἐκφάνσεις, σέ καιρούς πού ἡ μαρτυρία καθίσταται ἀπαραίτητη γιά νά μή χαθεῖ καί γιά νά ζήσει ὁ κόσμος, νά ἐννοήσωμε τό παράδειγμα, τό παράστημα, τό φρόνημα, τό ἦθος της Ἁγίας Βαρβάρας, πού εἶναι τό ἦθος τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας.

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι μᾶς λείπει σήμερα τό ἁγιαστικό φρόνημα καί βίωμα. Μᾶς λείπει τό πρότυπο τῶν ἁγίων, τῶν μαρτύρων, τῶν ἀνθρώπων πού ὑπερέβησαν ἑαυτούς καί μετετράπησαν σέ δοχεῖα τῆς Θείας Χάριτος.

 Μᾶς προσφέρει ἡ Ἁγία σήμερα τρόπον  καί τόπον, ὕφος καί ἦθος, κατεύθυνσιν καί προοπτικήν, πρόσκλησιν καί πρόκλησιν. Γιά τούς λόγους αὐτούς ἡ Ἁγία Βαρβάρα ἀγαπήθηκε ἀπό ὅλο τόν κόσμο σέ Ἀνατολή καί Δύση καί ἔγινε προστάτης, σκέπη καί βοηθός.

Γι αυτό και η Ἐκκλησία μας καί ἐφέτος, ἀπευθύνει στον καθένα ἀπό ἐμᾶς μια πρόσκληση, πού ἀποτελεῖ παράλληλα πρόκληση καί παράκληση. Νά πλησιάσουμε καί ἐφέτος μέ πίστη τό εἰκόνισμα τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, νά ἀναθέσουμε σέ ἐκείνη «τά ἱερώτερα τῶν αἰσθημάτων μας καί μαζί τίς ἀγωνίες καί τά ἄγχη μας, τίς ἐλπίδες καί τίς προσδοκίες μας».

Μᾶς καλεῖ ἀκούγοντας τό ἀπολυτίκιο της, τήν φωτισμένη μορφή τῆς Ἁγίας, νά τήν μιμηθοῦμε στίς κορυφαῖες της ἀρετές, στήν πίστη της, στήν ἀνδρεία της, στή δύναμή της, στό σθένος της καί νά τίς κάνουμε γνώρισμά μας.  Τέλος μᾶς καλεῖ νά τήν ἀκούσουμε πού μας φωνάζει «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς κἀγώ Χριστοῦ». Αμήν.